Выбрать главу

…Μερικά βήματα πιο κει, ο Μονσαρμέν έκανε τα ίδια… και χειρότερα,…σπρώχνοντας τον κύριο Ρεμί, παρακαλώντας τον πρεσβευτή της Μπορντερί και τον κύριο διευθυντή της Τράπεζας Πίστεως να «μην αγγίξουν τον κύριο διευθυντή».

Ο Μονσαρμέν, που είχε την άποψή του, δεν έδωσε καμιά σημασία σ' αυτό που πριν λίγο του είπε ο Ρισάρ: «Ίσως είναι ο πρεσβευτής, ή ο διευθυντής της Τράπεζας ή ακόμη ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας».

Πολύ περισσότερο που την πρώτη φορά που έγινε η ιστορία με τα είκοσι χιλιάδες φράγκα, ο Ρισάρ, όπως άλλωστε παραδέχτηκε κι ο ίδιος, δεν είχε βρεθεί κοντά σε κανέναν άλλον εκτός από τη μαντάμ Ζιρί. Γιατί λοιπόν, αφού έπρεπε να επαναληφθούν ακριβώς οι ίδιες κινήσεις, να πλησίαζε κάποιον σήμερα;

Αφού πρώτα χαιρέτησε οπισθοχωρώντας, ο Ρισάρ εξακολούθησε να περπατά μ' αυτόν τον τρόπο, προληπτικά… μέχρι το διάδρομο της διοίκησης… Έτσι, ο Μονσαρμέν μπορούσε να τον παρακολουθεί συνέχεια από πίσω, ενώ ο ίδιος να παρακολουθεί συνέχεια αυτούς που τον πλησίαζαν από μπροστά.

Όπως ήταν φυσικό, αυτός ο νέος τρόπος βαδίσματος που είχαν υιοθετήσει οι διευθυντές της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής, δεν πέρασε απαρατήρητος.

Σχολιάστηκε.

Ευτυχώς για τους κυρίους Ρισάρ και Μονσαρμέν, που τη στιγμή αυτής της τόσο περίεργης σκηνής σχεδόν όλες οι «μικρές» μπαλαρίνες απουσίαζαν.

Σίγουρα, η περίεργη συμπεριφορά τους, θα είχε βρει μεγάλη απήχηση στις μικρές…όμως, αυτοί δε σκέφτονταν άλλο πέρα από τα είκοσι χιλιάδες φράγκα τους.

Όταν έφτασαν στο μισοσκότεινο διάδρομο της διοίκησης, ο Ρισάρ είπε με σιγανή φωνή στον Μονσαρμέν:

«Είμαι σίγουρος πως δε μ' άγγιξε κανείς… τώρα, καλύτερα να πας να σταθείς μακριά μου και να με παρακολουθείς κρυμμένος μέχρι να φτάσω στο γραφείο μου… δεν πρέπει να μας πάρει είδηση κανείς και μεις θα δούμε τι θα γίνει».

Αλλά, ο Μονσαρμέν διαφωνεί:

«Όχι Ρισάρ, όχι!… Προχώρα μπροστά… και γω θα περπατήσω ακριβώς πίσω σου! Δεν πρόκειται να σ' αφήσω ούτε βήμα!»

«Έτσι όμως, δε θα μπορέσουν ποτέ να μας κλέψουν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!»

«Το ελπίζω!» δηλώνει ο Μονσαρμέν.

«Μα τότε, αυτά που κάνουμε δεν έχουν κανένα νόημα!»

«Κάνουμε ακριβώς ό,τι κάναμε και την προηγούμενη φορά… Την προηγούμενη φορά σε συνάντησα καθώς έβγαινες απ' το πλατό, στη γωνία του διαδρόμου… και σε ακολούθησα από κοντά».

«Πραγματικά, έτσι είναι!» αναστενάζει ο Ρισάρ κουνώντας το κεφάλι και υπακούοντας παθητικά στον Μονσαρμέν.

Δυο λεπτά αργότερα, οι δυο διευθυντές κλειδώθηκαν στο γραφείο.

Κλείδωσε ο ίδιος ο Μονσαρμέν.

«Έτσι έγινε και την προηγούμενη φορά, μείναμε κλεισμένοι στο γραφείο μέχρις ότου έφυγες από την Όπερα για να γυρίσεις σπίτι σου».

«Έτσι είναι! Καλά, και δε μας ενόχλησε κανείς;».

«Κανείς».

«Τότε», αναρωτήθηκε ο Ρισάρ που προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε γίνει, «τότε σίγουρα θα πρέπει να με κλέψανε στη διαδρομή από την Όπερα ως στο σπίτι μου…»

«Όχι!» είπε μ' ένα αυστηρό ύφος ο Μονσαρμέν. «Αυτό αποκλείεται., γιατί απλούστατα εγώ σε πήγα σπίτι σου με την άμαξα μου. Τα είκοσι χιλιάδες φράγκα εξαφανίστηκαν στο σπίτι σου …τώρα πια είμαι σίγουρος γι' αυτό».

Αυτή ήταν η άποψη που είχε διαμορφώσει ο Μονσαρμέν.

«Μα, αυτό είναι απίστευτο!» διαμαρτυρήθηκε ο Ρισάρ… «είμαι σίγουρος για τους υπηρέτες μου!… και τέλος πάντων, αν κάποιος τα 'χε πάρει θα είχε εξαφανιστεί…»

Ο Μονσαρμέν ανασήκωσε τους ώμους, πράγμα που σήμαινε πως δεν τον απασχολούσαν οι λεπτομέρειες.

Σ' αυτό το σημείο όμως, ο Ρισάρ βρίσκει πως ο Μονσαρμέν έχει αρχίσει να το παρατραβά.

«Μονσαρμέν, αρκετά!» «Ρισάρ, καθόλου αρκετά!» «Τολμάς να με υποψιάζεσαι;»

«Ναι, σε υποψιάζομαι ως αυτουργό ενός ελεεινού αστείου!»

«Δεν αστειεύεται κανείς με είκοσι χιλιάδες φράγκα!»

«Αυτό νομίζω και γω!» δηλώνει ο Μονσαρμέν ξεδιπλώνοντας μια εφημερίδα και βυθιζόμενος πεισματάρικα στο διάβασμα.

«Μα τι κάνεις; Τώρα βρήκες την ώρα να διαβάσεις εφημερίδα;»

«Ναι, Ρισάρ, θα διαβάσω την εφημερίδα μου μέχρι να 'ρθει η ώρα να σε πάω σπίτι σου».

«Όπως την προηγούμενη φορά;»

«Όπως την προηγούμενη φορά».

Ο Ρισάρ αρπάζει την εφημερίδα από τα χέρια του Μονσαρμέν. Ο Μονσαρμέν σηκώνεται έξω φρενών. Αντικρύζει έναν απελπισμένο Ρισάρ, που του λέει, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος (στάση αλαζονικής πρόκλησης, από καταβολής κόσμου):

«Ε, να λοιπόν», λέει ο Ρισάρ, «να, τι σκέφτομαι. Σκέφτομαι αυτό που θα μπορούσα να σκεφτώ· μια που την προηγούμενη φορά, αφού πέρασα τη βραδιά τετ α τετ μαζί σου, και μια που εσύ με πήγες σπίτι μου, ίσως σήμερα, όταν μ' αφήσεις στην πόρτα του σπιτιού μου, διαπιστώνω πως τα είκοσι χιλιάδες φράγκα έχουν κάνει φτερά… όπως την προηγούμενη φορά».