«Και τι λοιπόν θα μπορούσες να σκεφτείς;», ρώτησε ο Μονσαρμέν κατακόκκινος.
«Θα μπορούσα να σκεφτώ πως, αφού δεν έφυγες λεπτό από δίπλα μου και πως αφού, σύμφωνα με την επιθυμία σου, ήσουν ο μόνος που με πλησίασες, όπως άλλωστε συνέβη και την προηγούμενη φορά, θα μπορούσα να σκεφτώ πως, αν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα κάνουν φτερά από την τσέπη μου, δεν είναι διόλου απίθανο να βρεθούν στη δική σου!»
Ο Μονσαρμέν, στο άκουσμα αυτού του συλλογισμού, τινάχτηκε απάνω.
«Ω!», φώναξε, «μια παραμάνα!».
«Τι τη θέλεις την παραμάνα;»
«Θα κλείσω την τσέπη σου με μια παραμάνα!… Μια παραμάνα!… Θέλω μια παραμάνα!».
«Θέλεις να κλείσεις την τσέπη μου με μια παραμάνα;»
«Ναι, να κλείσω τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!… Έτσι, είτε βρισκόμαστε εδώ είτε στη διαδρομή ως στο σπίτι σου, δεν μπορεί παρά να το καταλάβεις αν κάποιος πάει να σου πάρει κάτι απ' την τσέπη σου… και θα δεις αν είμαι εγώ… Α! ώστε λοιπόν, τώρα είσαι εσύ που με υποψιάζεσαι…θέλω αμέσως μια παραμάνα!»
Τότε είναι που Μονσαρμέν άνοιξε την πόρτα φωνάζοντας:
«Μια παραμάνα! ποιος θα μου δώσει μια παραμάνα;»
Εμείς ξέρουμε πώς ο κύριος Μονσαρμέν υποδέχτηκε τον κύριο Ρεμί, το γραμματέα, που δεν είχε παραμάνα και πως εκείνη τη στιγμή ένα παιδί του γραφείου έφερε την πολυπόθητη παραμάνα.
Να, τι έγινε μετά:
Ο Μονσαρμέν, αφού έκλεισε την πόρτα, γονάτισε πίσω από τον Ρισάρ.
«Ελπίζω», είπε, «πως τα είκοσι χιλιάδες φράγκα βρίσκονται πάντα εδώ…»
«Και γω το ίδιο», είπε ο Ρισάρ.
«Τ' αληθινά;» ρώτησε ο Μονσαρμέν, που αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει να του τη φέρουν.
«Κοίτα! Εγώ πάντως, δε θέλω να τ' αγγίξω», δήλωσε ο Ρισάρ.
Ο Μονσαρμέν πήρε το φάκελο από την τσέπη του Ρισάρ και τρέμοντας, τράβηξε τα χαρτονομίσματα, γιατί αυτή τη φορά, για να μπορεί να ελέγξει τα χρήματα ανά πάσα στιγμή, δεν είχε σφραγίσει το φάκελο, ούτε καν τον είχε κολλήσει. Βεβαιώθηκε πως ήταν όλα εκεί, τ' αυθεντικά. Τα ξανάβαλε στην τσέπη του Ρισάρ και έβαλε την παραμάνα με μεγάλη προσοχή.
Μετά απ' αυτό, στάθηκε πίσω από την τσέπη και δεν την άφηνε λεπτό από τα μάτια του, ενώ ο Ρισάρ, καθισμένος στο γραφείο του, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση.
«Λίγη υπομονή, Ρισάρ», συμβούλεψε ο Μονσαρμέν, «λίγα λεπτά ακόμα… το ρολόι δε θ' αργήσει να χτυπήσει μεσάνυχτα. Την προηγούμενη φορά είχαμε φύγει τα μεσάνυχτα».
«Ω! έχω όση υπομονή χρειάζεται!»
Η ώρα περνούσε, αργή, βαριά, μυστηριώδης, αποπνικτική. Ο Ρισάρ προσπάθησε να γελάσει.
«Θα καταλήξω να πιστέψω», είπε, «στην παντοδυναμία του φαντάσματος. Δε νομίζεις, πως αυτή τη στιγμή υπάρχει στο δωμάτιο μια περίεργη ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα που προκαλεί ανησυχία, αμηχανία και φόβο;»
«Ναι, είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Μονσαρμέν, που πραγματικά αισθανόταν παράξενα.
«Το φάντασμα», συνέχισε ο Ρισάρ με χαμηλή φωνή λες και φοβόταν πως αόρατα αφτιά θα μπορούσαν να, τον ακούσουν… «το φάντασμα! Για σκέψου, τελικά να υπάρχει πραγματικά ένα φάντασμα, που να χτύπησε πριν από λίγο τρεις φορές πάνω στο τραπέζι… που αφήνει μαγικούς φακέλους… που μιλά στο θεωρείο No 5… που σκοτώνει τον Ζοζέφ Μπικέ… που γκρεμίζει τον πολυέλαιο… και που μας κλέβει! Γιατί διάολε! Διάολε… τελικά, εδώ μέσα δεν υπάρχουν άλλοι πέρα από σένα κι από μένα!… κι αν, τελικά, τα χαρτονομίσματα εξαφανίζονται, χωρίς να φταίμε ούτε γω ούτε συ… δεν μπορούμε παρά να. πιστέψουμε στο φάντασμα… στο φάντασμα…»
Εκείνη τη στιγμή, το ρολόι που ήταν πάνω στο τζάκι άρχισε να σημαίνει δώδεκα… ακούστηκε ο πρώτος χτύπος.
Οι δυο διευθυντές ανατρίχιασαν. Μια ανεξήγητη αγωνία τους πλημμύρισε… μια αγωνία που μάταια προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν… Ιδρώτας έτρεχε στα μέτωπά τους. Ο δωδέκατος χτύπος ακούστηκε αλλόκοτα στ' αφτιά τους.
Όταν το ρολόι σταμάτησε, αναστέναξαν μ' ανακούφιση και σηκώθηκαν.
«Νομίζω πως τώρα μπορούμε να φύγουμε», είπε ο Μονσαρμέν.
«Συμφωνώ», είπε ο Ρισάρ.
«Πριν φύγουμε, μου επιτρέπεις να ρίξω μια ματιά στην τσέπη σου;».
«Μα, βέβαια Μονσαρμέν… πρέπει να κοιτάξεις!»
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Ρισάρ τον Μονσαρμέν που ψαχούλευε.
«Ε, να… νιώθω την παραμάνα».
«Προφανώς, όπως είπες, κι είχες δίκιο, δεν μπορούν πια να να μας κλέψουν χωρίς να το αντιληφθώ».
Εκείνη τη στιγμή όμως, ο Μονσαρμέν, που εξακολουθούσε ν' ασχολείται με την τσέπη, ούρλιαξε:
«Νιώθω πάντα την παραμάνα, δε βρίσκω όμως τα χαρτονομίσματα».
«Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Δεν είν' ώρα γι' αστεία Μονσαρμέν!…».
«Μα δες και μόνος σου».