Ο κόμης ντε Σανιύ είχε παρακολουθήσει όρθιος, από το θεωρείο του, αυτό το ντελίριο κι είχε κι ο ίδιος, μαζί με τους άλλους, εκφράσει τον ενθουσιασμό του.
Εκείνη την εποχή ο κόμης ντε Σανιύ (Φιλίπ — Ζορζ — Μαρί) ήταν ακριβώς σαρανταενός χρόνων. Ήταν μεγάλος άρχοντας και ωραίος άντρας. Μάλλον ψηλός, μ' ένα πρόσωπο ευχάριστο, παρά το σκληρό του μέτωπο και τα κάπως ψυχρά μάτια του. Ιδιαίτερα ευγενικός με τις γυναίκες και κάπως υπεροπτικός με τους άντρες, που δεν του συγχωρούσαν πάντα τις επιτυχίες του. Είχε μια θαυμάσια καρδιά και μια ήσυχη συνείδηση. Με το θάνατο του γέρο-κόμη Φιλιμπέρ, έγινε ο αρχηγός μιας από τις εξοχότερες και παλαιότερες οικογένειες της Γαλλίας, που οι πρόγονοί της έφταναν μέχρι τον Λουί λε Ττέν. Οι Σανιύ είχαν μεγάλη περιουσία και όταν ο γέρο — κόμης, που ήταν χήρος, πέθανε, ο Φιλίπ έπρεπε να ανταποκριθεί στο όχι και τόσο εύκολο καθήκον της διαχείρισης αυτής της τεράστιας κληρονομιάς. Οι δυο του αδελφές και ο αδελφός του ο Ραούλ, δεν ήθελαν ούτε ν' ακούσουν για κληρονομιά και αναθέσανε τα πάντα στον Φιλίπ, λες και εξακολουθούσε να ισχύει το δίκαιο της πρωτοτοκίας. Οι δυο του αδελφές, που πήραν τη μέρα του γάμου τους τα μερίδιά τους απ' τον αδελφό τους, τα δέχτηκαν όχι ως κάτι που τους ανήκε δικαιωματικά, αλλά ως προίκα, εκφράζοντας στον Φιλίπ την ευγνωμοσύνη τους.
Η κόμησσα ντε Σανιύ, κόρη του Μεροζίς ντε Μαρτινιέρ, είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του Ραούλ, που γεννήθηκε είκοσι χρόνια μετά το μεγάλο του αδελφό. Όταν πέθανε ο γέρο-κόμης, ο Ραούλ ήταν δώδεκα χρόνων. Ο Φιλίπ ασχολήθηκε δραστήρια με τη διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση του μικρού. Σ' αυτό τον βοήθησαν πάρα πολύ οι αδελφές του και μια γριά χήρα θεία που έμενε στη Μπρεστ και που μετάδωσε στο νεαρό Ραούλ την αγάπη για τη θάλασσα και τους θαλασσινούς. Ο νεαρός άντρας μπήκε στο Μπορντά, βγήκε μεταξύ των πρώτων και ολοκλήρωσε με την ησυχία του το γύρο του κόσμου. Χάρη στα γερά μέσα που είχε, κατάφερε να συμπεριληφθεί στην επίσημη αποστολή του Reguin , που ξεκίνησε να βρει μέσα στους πάγους του πόλου τους επιζήσαντες από την αποστολή του Artois , που τα ίχνη της είχαν χαθεί εδώ και τρία χρόνια. Περιμένοντας την ημέρα της αναχώρησης, απολάμβανε μια μακρόχρονη περίοδο διακοπών, που θα διαρκούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι μήνες. Οι συγγενείς και φίλοι, βλέποντας αυτό το τόσο ευαίσθητο, όμορφο αγόρι, λυποντουσαν προκαταβολικά για τις κακουχίες που το περίμεναν.
Η ντροπαλοσύνη αυτού του ναύτη, η αθωότητα του, μπορώ να πω, ήταν αξιοπρόσεκτη. Έμοιαζε να 'χει γεννηθεί μόλις χτες. Πραγματικά, μεγαλωμένος με τις φροντίδες των δυο αδελφών του και της γριάς θείας του, είχε αποκτήσει απ' αυτή την εντελώς γυναικεία του ανατροφή, συμπεριφορές αγνές, που χαρακτηρίζονταν από μια γοητεία που τίποτε, μέχρι τότε, δεν είχε κατορθώσει να του αφαιρέσει. Εκείνη την εποχή θα 'ταν λίγο πάρα πάνω από εικοσιενός χρονών και φαινόταν μόλις δεκαοχτώ. Είχε ένα λεπτό ξανθό μουστάκι, όμορφα γαλανά μάτια και το δέρμα του έμοιαζε κοριτσίστικο. Ο Φιλίπ τον κακομάθαινε, του 'κανε όλα του τα χατήρια. Κατ' αρχήν, ήταν πολύ περήφανος για τον αδελφό του για τον οποίο και πρόβλεπε μια λαμπρή καριέρα στο ναυτικό, όπου ένας από τους προγόνους τους, ο διάσημος Σανιύ ντε Λα Ρος, είχε γίνει ναύαρχος. Εκμεταλλευόταν τις διακοπές του νεαρού για να του δείξει τις μεγαλοπρεπείς κοσμικές και καλλιτεχνικές απολαύσεις του Παρισιού, τις οποίες ο μικρός αγνοούσε.
Ο κόμης πίστευε πως στην ηλικία του Ραούλ η πολλή φρονιμάδα δεν κάνει καλό. Ο Φιλίπ είχε έναν πολύ ισορροπημένο χαρακτήρα, ισοσταθμισμένο ανάμεσα στις δουλειές και τις απολαύσεις: ήταν πάντα σε φόρμα, ανίκανος να δώσει στον αδελφό του το κακό παράδειγμα. Τον έπαιρνε παντού μαζί του. Τον πήγε ακόμη και στο φουαγιέ του χορού. Ξέρω ότι λέγανε πως τελευταία ο κόμης «τα είχε» με τη Σορέλι. Ε, και λοιπόν;! Δεν ήταν δα και έγκλημα για έναν άντρα που είχε μείνει εργένης και ως εκ τούτου είχε πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το γάμο των δυο του αδελφών, να περνά πού και πού, μια δυο ώρες, μετά το δείπνο, με τη συντροφιά κάποιας χορεύτριας που μπορεί να μη διέθετε μεγάλη πνευματικότητα, είχε όμως τα πιο ωραία μάτια του κόσμου… Εξάλλου, εκείνη την εποχή υπήρχαν μέρη όπου ένας αληθινός Παριζιάνος, και μάλιστα σαν τον κόμη ντε Σανιύ, ήταν «υποχρεωμένος» να κυκλοφορεί· το φουαγιέ της Όπερας ήταν ένα απ' αυτά.
Τέλος, πρέπει να πούμε, πως κατά πάσα πιθανότητα, ο Φιλίπ δε θα είχε οδηγήσει ποτέ τον αδελφό του στους διαδρόμους της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής, αν δεν του το είχε ζητήσει ο ίδιος, και μάλιστα, όπως θυμήθηκε αργότερα ο κόμης, με ιδιαίτερη επιμονή.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ο Φιλίπ, αφού χειροκρότησε την Ντααέ, γύρισε προς τον Ραούλ. Το πρόσωπό του ήταν τόσο χλομό που τον κατατρόμαξε.