Выбрать главу

Ήταν στην ίδια κατάσταση που το είχε αφήσει ο Ραούλ λίγο πριν.

Ο Πέρσης, αφού ξανάκλεισε την πόρτα, προχώρησε προς το λεπτό πανό που χώριζε το καμαρίνι από μια μεγάλη αποθήκη. Αφουγκράστηκε και μετά έβηξε δυνατά.

Αμέσως, κάτι ακούστηκε απ' την αποθήκη και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα κάποιος χτύπησε την πόρτα.

«Πέρασε!» είπε ο Πέρσης.

Ένας άντρας μπήκε μέσα· φορούσε κι αυτός ένα σκουφί από αστρακάν και μια μακριά κάπα.

Χαιρέτησε και τράβηξε από την κάπα του ένα κουτί με πολλά σκαλίσματα. Το άφησε πάνω στο τραπέζι της τουαλέτας, χαιρέτησε ξανά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

«Μήπως σε είδε κανείς Δαρείε;»

«Όχι δάσκαλε».

«Πρόσεξε να μη σε δει κανείς τώρα που θα βγαίνεις».

Ο υπηρέτης έριξε μια ματιά στο διάδρομο και εξαφανίστηκε.

«Κύριε», είπε ο Ραούλ, «νομίζω πως εδώ κινδυνεύουμε να μας ανακαλύψουν ο αστυνόμος δε θ'αργήσει να έρθει για να εξετάσει το καμαρίνι».

«Μπα! Δεν είναι ο αστυνόμος αυτός που πρέπει να φοβόμαστε».

Ο Πέρσης άνοιξε το κουτί. Μέσα στο κουτί βρίσκονταν ένα ζευγάρι μακριά πιστόλια, θαυμάσια διακοσμημένα.

«Αμέσως μετά την απαγωγή της Κριστίν Ντααέ, ειδοποίησα τον υπηρέτη μου να μου φέρει αυτά τα όπλα. Τα ξέρω εδώ και πάρα πολύ καιρό και είναι πολύ αποτελεσματικά».

«Θέλετε να μονομαχήσετε;» ρώτησε ο νεαρός, ξαφνιασμένος από τη θέα αυτού του οπλοστασίου.

«Πράγματι, κύριε, πηγαίνουμε να μονομαχήσουμε», απάντησε ο άλλος καθώς εξέταζε τα πιστόλια του. «Και τι μονομαχία!»

Μ' αυτά τα λόγια έτεινε ένα πιστόλι στον Ραούλ και πρόσθεσε:

«Σ' αυτήν τη μονομαχία θα είμαστε δύο εναντίον ενός: όμως, πρέπει να 'σαστε έτοιμος για όλα, κύριε, γιατί δε σας κρύβω πως θα έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο που μπορεί κανείς να φανταστεί. Αλλά… αγαπάτε πολύ την Κριστίν Ντααέ, έτσι δεν είναι;».

«Αν την αγαπώ… κύριε! Ωστόσο, μπορείτε να μου πείτε πως εξηγείτε, εσείς, που δεν την αγαπάτε, να είσαστε έτοιμος να διακινδυνεύσετε τη ζωή σας γι' αυτήν;… Χωρίς αμφιβολία, θα πρέπει να μισείτε θανάσιμα τον Ερίκ!»

«Όχι, κύριε», είπε λυπημένα ο Πέρσης, «δεν τον μισώ. Αν τον μισούσα θα 'ταν καιρός που δε θα 'κανε πια κακό σε κανέναν».

«Σας έχει κάνει κακό;»

«Για το κακό που μου έκανε τον έχω κιόλας συγχωρέσει».

«Είναι απίστευτο», συνέχισε ο νέος άντρας, «το πώς μιλάτε γι' αυτόν τον άνθρωπο! Αναφέρεστε σ' αυτόν σαν νάταν τέρας, μιλάτε για τα εγκλήματά του, σας έχει κάνει κακό κι όμως βλέπω πως και εσείς τελικά τον λυπάστε, όπως και η Κριστίν!…»

Ο Πέρσης δεν απάντησε. Είχε πάει να φέρει ένα σκαμνάκι που το 'βαλε κόντρα στον τοίχο απέναντι απ' το μεγάλο καθρέφτη. Μετά, ανέβηκε πάνω στο σκαμνάκι και με τη μύτη κολλημένη στην ταπετσαρία του τοίχου έμοιαζε κάτι να ψάχνει.

«Λοιπόν κύριε!» είπε ο Ραούλ που έβραζε από ανυπομονησία. «Σας περιμένω. Πάμε!»

«Να πάμε πού;» ρώτησε ο άλλος δίχως να γυρίσει το κεφάλι.

«Μα, στο τέρας! Ας κατέβουμε, πάμε να τον βρούμε! Δεν είπατε πως ξέρετε τον τρόπο;»

«Ψάχνω».

Και η μύτη του Πέρση συνέχισε τον περίπατό της στον τοίχο.

«Α!» είπε ξαφνικά ο άνθρωπος με το σκούφο, «εδώ είναι!» Το δάχτυλό του, πάνω απ' το κεφάλι του, ακούμπησε ένα σημείο της ταπετσαρίας.

Μετά, γύρισε και κατέβηκε κάτω απ' το σκαμνί.

«Σε μισό λεπτό», είπε, «θα βρισκόμαστε πάνω στα ίχνη του!» και διασχίζοντας όλο το καμαρίνι πήγε και ψηλάφισε το μεγάλο καθρέφτη.

«Όχι… δεν υποχωρεί ακόμη…» μουρμούρισε.

«Ω! Ώστε θα βγούμε απ' τον καθρέφτη», είπε ο Ραούλ!… «Όπως και η Κριστίν!…»

«Ξέρετε, λοιπόν, πως η Κριστίν Ντααέ είχε βγει απ' αυτόν τον καθρέφτη;»

«Βγήκε μπρος στα μάτια μου, κύριε! Είχα κρυφτεί εκεί, πίσω απ' την κουρτίνα της τουαλέτας και την είδα να εξαφανίζεται, όχι απ' τον καθρέφτη αλλά μέσα στον καθρέφτη!»

«Και τι κάνατε;»

«Νόμισα, κύριε, πως επρόκειτο για παραίσθηση! για τρέλα! για όνειρο!»

«Για κάποια καινούργια φαντασίωση που προκάλεσε το φάντασμα! Α! κύριε ντε Σανιύ», συνέχισε έχοντας πάντα το χέρι του πάνω στον καθρέφτη… «Μακάρι να 'χαμε να κάνουμε μ' ένα φάντασμα! Θα μπορούσαμε τότε ν' αφήσουμε στο κουτί τους τα πιστόλια μας!… Αφήστε το καπέλο σας, σας παρακαλώ… εκεί… και τώρα κλείστε το φράκο σας όσο καλύτερα μπορείτε… σαν και μένα… κατεβάστε τα ρεβέρ… ανασηκώστε το γιακά… πρέπει να γίνουμε αόρατοι…»

Αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός, πρόσθεσε, καθώς έσκυβε πάνω στον καθρέφτη:

«Η απελευθέρωση του μοχλού, όταν πιέζεται το ελατήριο από το εσωτερικό του καμαρινιού, αργεί να έχει αποτέλεσμα. Δε συμβαίνει το ίδιο όταν η πίεση ασκείται πίσω απ' τον τοίχο, γιατί τότε μπορεί κανείς να επέμβει άμεσα στο μοχλό. Τότε ο καθρέφτης γυρνά αμέσως και με μεγάλη ταχύτητα…» «Ποιο μοχλό;» ρώτησε ο Ραούλ.