Выбрать главу

Ξαφνικά, πέφτει απάνω του ο αετός, του αρπάζει το σκούφο από το κεφάλι του και τον αφήνει απ' τα νύχια του στην άκρη του χωραφιού, πάνω σ' ένα χαμόδεντρο.

– Τι σ' έπιασε, κυρ – αετέ; του φώναξε ο γεωργός.

Και σηκώθηκε να πάει να πάρει το σκούφο του. Όταν γύρισε όμως πίσω, είδε πως ο παμπάλαιος εκείνος τοίχος είχε γκρεμιστεί και πως ένας σωρός από βαριές πέτρες είχε πέσει, εκεί ακριβώς όπου καθότανε, πριν λίγο, και κολάτσιζε.

Και τότε κατάλαβε πως ο αετός επίτηδες του είχε αρπάξει το σκούφο, για να τον απομακρύνει από τον ετοιμόρροπο τοίχο.

Η Δαμαλίτσα και το Βόδι

Μια φορά, στο στάβλο ενός γεωργού, ζούσανε μια δαμαλίτσα κι ένας ταύρος.

Η δαμαλίτσα δεν έκανε τίποτα όλη την ημέρα. Την έβγαζαν το πρωί, την άφηναν σ' ένα λιβάδι να βοσκήσει όσο ήθελε και το βράδυ την έκλειναν στο στάβλο, όπου υπήρχε πάντοτε άφθονο χορτάρι για να φάει αν ξαναπεινούσε. Την περιποιόντουσαν όλοι εκεί μέσα, την περνούσαν με ξυστρί, την έπλεναν, την καθάριζαν, φρόντιζαν να μη ζεσταίνεται το καλοκαίρι κι ούτε να κρυώνει το χειμώνα, την είχανε σαν παιδί τους.

Ο καημένος ο ταύρος ζούσε διαφορετικά: Κάθε πρωί, τον έβγαζαν από το στάβλο, αλλ' αντί να τον αφήσουν στο λιβάδι, όπως τη δαμαλίτσα, να βοσκήσει όσο ήθελε, τον έζεβαν στο αλέτρι κι όλη την ημέρα όργωνε τα χωράφια κι ο γεωργός του κεντούσε, κάθε τόσο, τα καπούλια με τη βουκέντρα του, για να πηγαίνει πιο γρήγορα. Τον έλυναν λίγη ώρα το μεσημέρι, για να τον ταΐσουν και. το απόγευμα τον έζεβαν πάλι για να οργώσει. Αυτό γινόταν όλο το φθινόπωρο. Το χειμώνα και το καλοκαίρι πάλι δεν αναπαυότανε ποτέ. Κάθε μέρα σχεδόν, τον έζεβαν στη βοϊδάμαξα και κουβαλούσε, πότε ξύλα από το δάσος, πότε πράγματα από το χωριό, πότε τη σοδειά από τα χωράφια.

Κάθε βράδυ, τον έκλειναν κι αυτόν μέσα στο στάβλο, μαζί με τη δαμαλίτσα, κι έβαζαν στο παχνί του μπόλικο χορτάρι, για να τρώει, όταν πεινούσε, αλλ' ο ταύρος ήτανε τόσο κουρασμένος από τις βαριές δουλειές, ώστε προτιμούσε να πλαγιάσει και να κοιμηθεί, παρά να φάει.

Η δαμαλίτσα, που έβλεπε ότι αυτήν την περιποιόντουσαν ιδιαιτέρως κι ότι δεν την έβαζαν να κάνει καμιά δουλειά, το είχε πάρει απάνω της κι έλεγε συχνά στον ταύρο:

– Σε λυπάμαι, καημένε! Κρίμα τη δύναμή σου! Πώς κάθεσαι και σε βασανίζουν όλη την ημέρα με τις δουλειές, δεν μπορώ να το καταλάβω! Βλέπεις εγώ τι περίφημα περνάω;

Ο ταύρος κουνούσε το κεφάλι του συλλογισμένος και δεν έλεγε τίποτα, γιατί ήτανε πολύ μεγαλύτερος από τη δαμαλίτσα κι είχε δει πολλά στη ζωή του.

Όπου, μια μέρα, που ήτανε γιορτή, άφησαν τον ταύρο ελεύθερο στο λιβάδι, να βοσκήσει όσο ήθελε, γιατί δεν θα δούλευαν εκείνη την ημέρα, και τη δαμαλίτσα την κράτησαν στο στάβλο για να την σφάξουν και να την μαγειρέψουν.

Καθώς έβγαινε από το στάβλο, ο ταύρος γύρισε και της είπε:

– Βλέπεις, δαμαλίτσα μου, γιατί δεν σ' έβαζαν να κάνεις δουλειές και γιατί σε περιποιόντουσαν τόσο πολύ; Για να παχύνεις και να σε φάνε!

Το Λιοντάρι που γέρασε κι η Αλεπού

Το λιοντάρι, είχε γίνει βασιλιάς όλων των ζώων, γιατί ήτανε το πιο δυνατό απ' όλα κι όλα το τρέμανε, μόνο που άκουγαν το βροντερό βρυχηθμό του.

Όταν νύχτωνε, έβγαινε στο κυνήγι, κι αλίμονο στο ζώο που τύχαινε μπροστά του. Κάθε βράδυ, έτρωγε όσο ήθελε και, χαράματα, πήγαινε στην πηγή να πιει νερό, κι έπειτα γυρνούσε σε μια μεγάλη και βαθιά σπηλιά, που ήτανε το παλάτι του, κι εκεί πλάγιαζε και κοιμόταν όλη την ημέρα, για να χωνέψει και να ξεκουραστεί.

Ξυπνούσε όταν άναβαν τα πρώτα αστέρια στον ουρανό, έβγαινε στην είσοδο της σπηλιάς του, βρυχιότανε δυνατά, για να ειδοποιήσει τους υπηκόους του πως ήταν έτοιμος κι έπειτα άρχιζε το κυνήγι.

Αυτό γινότανε χρόνια ολόκληρα.

Κάποτε, όμως, ένα ελάφι του ξέφυγε, γιατί μόλο που πήρε φόρα, το λιοντάρι δεν έκανε τόσο μακρύ πήδημα σαν άλλοτε, κι έπεσε πάνω στις πέτρες, αντί να πέσει πάνω στην πλάτη του ελαφιού, όπως υπολόγιζε.

Το ίδιο έγινε και το επόμενο βράδυ, και σε λίγες μέρες, είδε ότι όχι μόνο τα ελάφια, που είναι πολύ γρήγορα αγρίμια του ξέφευγαν, αλλ' ακόμα κι οι ζέβροι και, κάποιο βράδυ, δεν μπόρεσε να φτάσει ένα βούβαλο.

Τότε το λιοντάρι κατάλαβε πως είχε αρχίσει να γερνάει και στενοχωρήθηκε πολύ. Δεν θα μπορούσε πια να κυνηγήσει και, στο τέλος, θα καταντούσε αυτό, που ήταν ο βασιλιάς των ζώων, να ψάχνει να βρει κανένα ψοφίμι, για να χορτάσει την πείνα του. Εκείνη την ημέρα δεν έκλεισε μάτι από τη στενοχώρια του κι όταν νύχτωσε δεν βγήκε στο κυνήγι. Είχε αποφασίσει να ξεκουραστεί ένα βράδυ, μήπως, έτσι, ξαναβρεί δυνάμεις και κυνηγήσει καλύτερα.

Η ύαινα, που, κάθε νύχτα, έπαιρνε το Λιοντάρι από πίσω κι έτρωγε τ' αποφάγια του, ανησύχησε που δεν το άκουσε να βρυχιέται κυνηγώντας. Και περισσότερο ανησύχησε γιατί δεν βρήκε τίποτα να φάει κι αυτή εκείνο το βράδυ.