Выбрать главу

– Μ' όλη μου την καρδιά, παραδέχτηκε το βόδι.

Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το 'στρωσε στη δουλειά.

Το τρίτο βράδυ, ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.

– Πάρε με, άνθρωπε, στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω, του είπε.

– Εσύ για δουλειά δεν κάνεις, αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου, όταν θα λείπω, φτάνει να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου.

– Σου τα χαρίζω! φώναξε ο σκύλος πρόθυμα.

Κι ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει κι εκείνος το φύλαγε πιστά.

Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε άλλα τριάντα χρόνια. Μόνο που, όταν τελείωσε τα σαράντα τα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν εκείνο. Στα δέκα χρόνια του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, στα τελευταία δέκα χρόνια, που είχε πάρει από το σκύλο, έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.

Γι' αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: είναι γιατί ζούνε τα χρόνια του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου.

Το Κατσίκι κι ο Λύκος που έπαιζε φλογέρα

Ένας λύκος είχε συνηθίσει από μικρός να παίζει φλογέρα κι όλα τα ζώα, άγρια κι ήρεμα, που ζούσανε σ' εκείνη την περιοχή, ήξεραν το λύκο που έπαιζε τη φλογέρα.

Μια μέρα, λοιπόν, αυτός ο λύκος αντάμωσε στο δρόμο του, μέσα στο δάσος, ένα κατσίκι και πήδησε απάνω του για να το φάει. Το κατσίκι πρόφτασε και του ξέφυγε κι άρχισε να τρέχει όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Ο λύκος όμως το κυνηγούσε, κι όσο περνούσε η ώρα, η απόσταση, που τους χώριζε, μίκραινε.

Το κατσίκι κατάλαβε πως δεν θα γλίτωνε, γιατί είχε αρχίσει κιόλας να λαχανιάζει, κι ο λύκος, σε λίγο, θα το 'φτανε. Θυμήθηκε τότε πως ο λύκος εκείνος έπαιζε φλογέρα και, καθώς βρισκόταν εκείνη τη στιγμή πάνω σ' ένα βραχάκι, στράφηκε και του είπε:

– Το ξέρω, κυρ – λύκο, πως θα με φας, και το πήρα πια απόφαση. Έχω όμως να σου ζητήσω μια χάρη.

– Τι χάρη; ρώτησε ο λύκος.

– Έμαθα πως παίζεις καλή φλογέρα, αλλά δεν έτυχε να σ' ακούσω ποτέ μου. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη να παίξεις κανένα σκοπό με τη φλογέρα σου, για να σ' ακούσω κι εγώ προτού πεθάνω.

Ο λύκος κολακεύτηκε από τα λόγια του κατσικιού κι αποφάσισε να του κάνει εκείνη τη χάρη. Κάθισε λοιπόν στα πισινά του πόδια, έπιασε τη φλογέρα με τα μπροστινά του, την έβαλε στο στόμα κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό, που τον ήξερε καλά.

Αλλά τη φλογέρα του λύκου την άκουσε ο γιδοβοσκός, την άκουσαν και τα σκυλιά του κι έτρεξαν αμέσως και τον πήραν στο κυνήγι.

– Καλά να τα πάθω, μουρμούριζε ο λύκος, τρέχοντας για να γλιτώσει. Αφού είμαι χασάπης, γιατί να κάνω το μουσικό;

Η Μαϊμού και το Δελφίνι

Ταξίδευαν, κάποτε, μερικοί έμποροι μ' ένα καράβι, πηγαίνοντας στα νησιά, ν' αγοράσουν ελιές και τυριά, για να τα πουλήσουν, γυρίζοντας, στον τόπο τους.

Ένας από τους εμπόρους είχε μαζί του και μια μαϊμού, που τους διασκέδαζε στο ταξίδι τους, με τις εξυπνάδες της και τις πονηριές της

Όταν σκαρφάλωναν οι ναύτες στα κατάρτια, για να λύσουν, ή να δέσουν τα πανιά, σκαρφάλωνε κι αυτή μαζί τους κι έκανε πως έδενε, ή έλυνε κόμπους, μιμούμενη τους ναύτες, κι έβγαζε και τη γλώσσα της έξω, καθώς προσπαθούσε να δουλέψει.

Αλλ' άφηνε, σε λίγο, τον κόμπο για να ξύσει το κεφάλι της, ή να παίξει με την ουρά της ή να κάνει μια τούμπα στον αέρα και να βρεθεί στη γέφυρα του καραβιού και να παίξει με τους μούτσους.

Όλοι γελούσαν με τα κάμωματά της κι ήταν ευχαριστημένοι, που την είχαν μαζί τους, γιατί περνούσαν τις ώρες τους διασκεδάζοντας.

Αλλά, μια μέρα, καθώς περνούσαν το Σούνιο, ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας τόσο δυνατός, ώστε τα πανιά του καραβιού κινδύνευαν να σχιστούν και το πλοίο έγερνε επικίνδυνα. Οι ναύτες σκαρφάλωσαν γρήγορα – γρήγορα στα κατάρτια για να κατεβάσουν τα πανιά, αλλ' αυτή τη φορά η μαϊμού δεν πήγε μαζί τους. Είχε κρυφτεί, μισοπεθαμένη από το φόβο της, πίσω από κάτι κασόνια κι έβαζε τα χέρια στο πρόσωπο της, κρυφοκοιτούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά της, κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί.

Ήτανε πολύ αστεία, έτσι όπως καθόταν, αλλά κανένας δεν την πρόσεχε, ούτε είχε όρεξη να γελάσει με τα καμώματά της, γιατί ο κίνδυνος ήτανε μεγάλος κι όλοι έτρεχαν εδώ κι εκεί αλαφιασμένοι.

Τα κύματα τινάζονταν αγριεμένα πάνω στη γέφυρα, το καράβι έτριζε ολόκληρο, το τιμόνι έσπασε, το μεσαίο κατάρτι γκρεμίστηκε με πάταγο και το πλοίο έμοιαζε με καρυδότσουφλο, πάνω στη μανιασμένη θάλασσα.

Ένα δυνατό κύμα το χτύπησε στο πλευρό και το καράβι βυθίστηκε στη θάλασσα ξυλάρμενο.

Μερικοί από τους επιβάτες του παρασύρθηκαν μαζί του στην άβυσσο, οι πιο πολλοί όμως άρχισαν να κολυμπάνε και, μαζί τους, κι η μαϊμού.