Выбрать главу

Πού είναι το σώμα, λοιπόν, του Χριστού; Πού το πήγαν οι Άγιοι Απόστολοι; Εδώ, υπάρχει ένας ασήμαντος άνθρωπος ένας απλός άνθρωπος στο τελευταίο κουτσοχώρι της πατρίδας μας κι όλου του κόσμου, όλου του κόσμου, κι αν πεθάνει έχεις τα οστά του, έχεις έναν τάφο, ξέρεις πού υπάρχει. Τα κρατάς, γιατί λες: «Είναι ο άνθρωπός μου, ο συγγενής μου. Ήταν ένας απλός, αλλά τον αγαπούσα και τα κρατάω». Εδώ ο Κύριος, αν οι Άγιοι Απόστολοι δεν Τον είχαν δει αναστημένο, δεν θα κρατούσαν έστω το σώμα Του; Δεν θα 'χαμε κάτι από τα λείψανά Του, κάποια στοιχεία από Αυτόν; Πού είναι το σώμα του Κυρίου, λοιπόν; Πού είναι;;… Να το κρύψουν, να πούνε τι; Ότι αναστήθηκε ψέματα; Γιατί να το πουν αυτό; Γιατί να οδηγηθούνε γι' αυτό που λέγανε, στο μαρτυρικό θάνατο; Γιατί ο Άγιος Ανδρέας γι' αυτήν την αλήθεια, της Ανάστασης του Χριστού, να σταυρωθεί σε σταυρό σε σχήμα X στην Πάτρα; Γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί ν' αφήσει την άνεσή του, τη βόλεψή του, την καλοπέρασή του για ένα ψέμα;…

Ανέστη Χριστός. Χριστός Ανέστη. Είναι αναστημένος ο Κύριος και γι' αυτό έκαναν ό,τι έκαναν οι Άγιοι Απόστολοι. Γι' αυτό δε φοβήθηκαν τίποτα. Γι' αυτό κατάλαβαν ότι αυτά είναι η μεγαλύτερη αλήθεια του Κυρίου. Ο τάφος του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα, ο Πανάγιος Τάφος, εκεί που είκοσι αιώνες τώρα βγαίνει το Πανάγιο Φως· εκεί που πάντοτε υπάρχει το Άγιο Φως, όχι μόνο το Πάσχα, αλλά πάντοτε… Πλέει το Αγιο Φως, μόνο που δεν το βλέπουμε πάντοτε. Αλλά τότε, το Μέγα Σάββατο το μεσημέρι, βγαίνει με τρόπο έκδηλο και πανηγυρικό και το βλέπουν όλοι, και λούζονται σ' αυτό! Αυτό, λοιπόν, το μνημείο είναι άδειο· και ποτέ άδειο μνημείο δεν έχει τέτοια αξία, όσο έχει ο τάφος του Κυρίου! Ποτέ θησαυροφυλάκιο δεν είναι τόσο πολύτιμο, όταν είναι άδειο απ' το θησαυρό του, όσο ο τάφος του Κυρίου. Ένας τάφος έχει αξία, όταν είναι μέσα το σώμα του νεκρού. Πάμε στον τάφο ενός συγγενούς μας και λέμε: «Είναι ο συγγενής μου μέσα, είναι ο αδελφός μου, είναι ο πατέρας μου, είναι η μάνα μου, είναι ένας γνωστός μου». Εδώ είναι· και κάθεσαι και νοιώθεις την παρουσία του, και κλαις και τον σκέφτεσαι. Όταν φύγει ο νεκρός απ' τον τάφο και γίνει η ανακομιδή του, κανείς δεν ξαναπάει σ' αυτόν τον τάφο. Είναι άδειος. Θα πάει κάποιος άλλος μετά. Θα πάνε άλλοι γνωστοί του.

Ο τάφος του Κυρίου έχει κάθε μέρα χιλιάδες προσκυνητές που πάνε εκεί και κλαίνε από χαρά κι από ευγνωμοσύνη. Και τι προσκυνάνε; Τι προσκυνάνε; Είναι ανόητοι όλοι αυτοί; Όλοι αυτοί, όλου του κόσμου οι προσκυνητές που προσκυνάνε τον Πανάγιο Τάφο είναι ανόητοι; Και τι προσκυνούν; Έναν άδειο τάφο; Και τι προσκυνάς, αφού είναι άδειος!.. Μα ναι! Μα γι' αυτό τον προσκυνώ, επειδή είναι άδειος! Διότι, αν ήταν γεμάτος, θα με είχε απογοητεύσει. Αν ήταν γεμάτος, δεν θα είχε νικήσει ο Κύριος το θάνατο. Θα 'ταν κι Αυτός υπόδουλος στη φθορά και στο θάνατο, και θα Τον είχε καταπιεί κι Αυτόν ο Αδης. Ο Άδης όμως «επικράνθη». Ο Άδης είδε τον Κύριο κι έβγαλε από μέσα του όλους τους νεκρούς. Γι' αυτό προσκυνούμε τον Πανάγιο Τάφο. Γιατί αναβλύζει τη ζωή! Αναβλύζει το φως! Αναβλύζει την παρηγοριά και την ελπίδα! Αναβλύζει την Ανάσταση!!..

Έχω πάει στον Πανάγιο Τάφο. Κι εσείς έχετε πάει πολλοί στον Πανάγιο Τάφο, αρκετές φορές. Άλλος έχει πάει μια φορά στη ζωή του μόνο, και τον σημάδεψε ο Πανάγιος Τάφος άγγιξε την καρδιά του, μεταμόρφωσε την ύπαρξη του, έλιωσε τον εσωτερικό του κόσμο και τον έκανε να νιώθει ένα μούδιασμα στην καρδιά, και να μη θέλει να ξεκολλήσει από κει. Ζήσαμε πριν ένα διάστημα μια φοβερή εμπειρία με νέους ανθρώπους που πήγαν στον Πανάγιο Τάφο· φοιτητές και φοιτήτριες και βρέθηκα κι εγώ εκεί. Και πήραμε μια εξαιρετική άδεια από τους φύλακες του Παναγίου Τάφου. Διότι πρώτη φορά, λέει, είδανε προσκυνητές, γκρουπ, μόνο με φοιτητές. Σαράντα παιδιά, από δεκαεννιά μέχρι είκοσι εφτά χρονών περίπου. Σαράντα παιδιά. Φοιτητές και φοιτήτριες. Και την ώρα που ο Πανάγιος Τάφος κλείνει, που κλείνει ο ναός της Αναστάσεως το βράδυ, εφτάμισι το βράδυ μέχρι έντεκα κλείνει, και δε μένει κανείς μέσα. Ανοίγει έντεκα η ώρα για να μπουν οι προσκυνητές για τη βραδινή Θεία Λειτουργία.

Η πρώτη Θεία Λειτουργία που γίνεται κάθε μέρα, κάθε βράδυ, όλο το χρόνο, είναι στον Πανάγιο Τάφο. Έντεκα το βράδυ μέχρι δύο περίπου, δυόμισι· να το θυμάσαι αυτό ε; Όταν είσαι άυπνος το βράδυ, να θυμάσαι ότι τώρα στα Ιεροσόλυμα, στον Πανάγιο Τάφο, γίνεται η πρώτη Θεία Λειτουργία σ' όλο τον κόσμο. Η πρώτη Θεία Λειτουργία, κάθε βράδυ, εντεκά-μισι με δυόμισι. Όρθρος και η Θεία Λειτουργία. Εφτά η ώρα όμως που κλείνει ο Πανάγιος Τάφος μέχρι έντεκα — εφτάμισι με έντεκα — αν πάρεις μια ειδική άδεια απ' τους φύλακες του Παναγίου Τάφου, μπορεί να μείνεις μέσα στο ναό της Αναστάσεως, — αν πας την υπόλοιπη μέρα, είναι χιλιάδες οι προσκυνητές. Για να προσκυνήσεις, μπορεί να περιμένεις και μια, και δυο, και τρεις ώρες στην ουρά· για να μπεις για ένα λεπτό, να φιλήσεις τον Πανάγιο Τάφο, να πεις την ευγνωμοσύνη σου, τον πόνο σου, να στάξεις το δάκρυ σου, και να βγεις. Τρεις τρεις μπαίνουν μέσα, γιατί τόσοι χωρούν γονατιστοί. Και μετά φεύγεις· γιατί πρέπει να μπούνε κι άλλοι πολλοί. Δεν προλαβαίνεις να τα χορτάσεις. Δεν προλαβαίνεις ν' απολαύσεις τα Πανάγια Προσκυνήματα, γιατί είναι πολύς ο κόσμος. Η χάρη όμως έρχεται!.. Αν όμως πάρεις μια ειδική άδεια από τους φύλακες του Παναγίου Τάφου, μπορεί να σ' αφήσουν μέσα, να μείνεις. Δυο τρία άτομα αφήνουν. Δυο τρία άτομα αφήνουν από το βράδυ, μέχρι την ώρα που θ' ανοίξει ο Πανάγιος Τάφος να μπει ο κόσμος.

Αυτή τη φορά, λοιπόν, που πήγαμε με αυτή την ομάδα των φοιτητών και φοιτητριών, πήγα σ' ένα φύλακα του Παναγίου Τάφου και του είπα: «Πάτερ, αν θέλουν κάποια παιδιά να μείνουν το βράδυ που κλείνει ο ναός, και θέλουν να κάτσουν μέσα, μπορούμε; Θα μας αφήσετε;». Μου λέει: «Μπορείτε. Πόσοι είστε;». Του λέω: «Σαράντα περίπου», και μου λέει: «Και πόσοι θέλουν;». Λέω: «να ρωτήσω». Και ρώτησα: «Παιδιά, πόσοι θέλετε να μείνετε μέσα στο ναό της Αναστάσεως, στον Πανάγιο Τάφο;». Και σήκωσαν το χέρι τους όλοι. Ήθελαν όλοι! Και πήγα στο φύλακα του Παναγίου Τάφου, με μια ντροπή μέσα μου. Τι να του πω, δεν ήξερα. «Λοιπόν», μου λέει, «πόσοι θέλουν να μείνουν στο ναό της Αναστάσεως;». Του λέω: «Πάτερ, πόσοι είπατε ότι επιτρέπονται;». «Ε…», μου λέει, «γύρω στους πέντε έξι». Του λέω: «Πάτερ, μάλλον είναι λίγο δύσκολο να διαλέξω, και μάλλον λίγο δύσκολο να μείνουμε». «Γιατί;», μου λέει, «δεν θέλετε;». «Θέλουμε», του λέω, «αλλά θέλουν όλοι! Τι να κάνουμε τώρα· θέλουν όλοι». «Όλοι;»! Τα κοίταζε τα παιδιά στο πρόσωπο. Είδε νέα παιδιά, κι έβλεπε στο πρόσωπό τους αυτήν την αναζήτηση του Θεού, αυτή τη δίψα για τον Χριστό και λέει: «Κάτσε, θα πάρω άδεια απ' τον ηγούμενο του ναού της Αναστάσεως και θα σου πω». Και πήρε άδεια, κι ήρθε και μου το 'πε και μου λέει: «Θα μείνετε όλοι! Μπορούν όλοι να μείνουν! Πήρα ειδική άδεια γία σας πρώτη φορά, να μείνετε όλοι μέσα στο ναό της Αναστάσεως»! «Παιδιά», λέω, «θα μείνουμε όλοι». Μεγάλη χαρά!..

Πήγανε στο ξενοδοχείο, φάγανε κάτι λίγο για να μπορούν ν' αντέξουν, πήραν λίγο νερό, πήραν κάτι να φορέσουν πάνω τους ζεστό, γιατί έχει ψύχρα το βράδυ, και μπήκαμε στο ναό της Αναστάσεως. Εγώ είχα τη χαρά ότι θα προσκυνήσω τον Πανάγιο Τάφο αρκετή ώρα μόνος μου, γιατί — έλεγα — άλλες φορές που το έχω ξανακάνει, καθόμουνα αρκετή ώρα· κάνα τέταρτο, είκοσι λεπτά, μισή ώρα, μόνος σου πάνω στην πλάκα του Παναγίου Τάφου!.. Να βάζεις τα χέρια σου, τις παλάμες σου, τα χείλη σου, τα μάγουλά σου, το μέτωπό σου, τα μάτια σου, τα δάκρυά σου, όλη σου την ύπαρξη.

Θες να τον αγκαλιάσεις και να μην ξεκολλάς. Και λέω: «Θα ευχαριστηθώ αυτή τη φορά. Θα κάτσω κι εγώ». Κι όμως δεν έκατσα. Δεν μπόρεσα. Γιατί; Δεν μ' άφησαν τα παιδιά· γιατί δεν ξεκολλούσαν. Χωρίς να τους κάνω κήρυγμα, χωρίς να τους πω συμβουλές, διδασκαλίες, χωρίς να τους πω πώς θα νοιώσουν ή πώς πρέπει να νοιώ-σουν, ή να τους υποβάλω σ' ένα κλίμα κατανυκτικό, τίποτα… Παρά καθόμουν στον προθάλαμο του Παναγίου Τάφου, που είναι ένα κομμάτι από το λίθο που κύλησε ο άγγελος την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, (στον προθάλαμο, λοιπόν, καθόμουν γονατιστός,) και τους έδειχνα με το δάκτυλο να μπαίνουν τρεις-τρεις ή δυο-δυο, και να κάθονται όση ώρα θέλουν. Και λέω, «νέα παιδιά είναι, μαθημένα από τη ζωή των ανέσεων στην πόλη. Δεν θα κάτσουν και πάρα πολύ, θα βγούνε σε κάνα δυο τρία λεπτά. Θα βαρεθούνε. Πόσο θα κάτσουνε;» Και δεν έβγαιναν. Και δεν έβγαιναν! Γιατί δεν έβγαιναν, μου λέτε; Δεν ξέρω… Δηλαδή ξέρω· αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αυτό το θαύμα. Εγώ ήμουνα στον προθάλαμο κι ένοιωθα ότι ήμουν, όχι απλώς πάνω στην πλάκα του Παναγίου Τάφου, αλλά ότι είχα μπει μέσα στον Πανάγιο Τάφο κι είχα αγγίξει το ίδιο το σημείο που έβαλαν το σώμα του Κυρίου. Τέτοια χάρη νοιώθαμε όλοι. Και κατάλαβα ότι και τα παιδιά ένοιωσαν αυτή τη μεγάλη χάρη. Να τα τραβάει, να τα ρουφάει αυτή η χάρη κοντά. Να μην τ' αφήνει να ξεκολλήσουν!.. Κι έβλεπα μες στο σκοτάδι, μέσα στα καντηλάκια του Πανάγιου Τάφου, τα μάτια τους να τρέχουν συνέχεια δάκρυα· ατέλειωτα δάκρυα ευγνωμοσύνης, χαράς, ευτυχίας, μεγαλείου. Ένοιωσαν τον Χριστό, ενώ απουσίαζε ο Χριστός. Απουσίαζε το σώμα Του το Ίδιο. Κενό το μνημείο, αλλά γεμάτο από την παρουσία του Κυρίου, του Αναστημένου πλέον, «έν ετέρα μορφή». Ο άλλος Χριστός που μας δίνεται τώρα μ' έναν άλλο τρόπο!!..