Выбрать главу

Στα ξεκάθαρά Του λόγια, δεν κάνουμε τίποτα. Δεν είμαστε συνεπείς! Είναι φοβερό! Αυτό, δηλαδή, το λέω σαν μια δική μου αυτοκριτική. Και συγγνώμη που δεν σου κάνω και το χατίρι, που μου είπες μια μέρα: «Να μιλάς, να τα βάζεις με τους άλλους, να λες, να τους βάζεις στην θέση τους όλους, τους αιρετικούς».

Υπάρχουν άνθρωποι άξιοι που το κάνουν αυτό. Εγώ, σου λέω, δεν έχω μάθει να κάνω το «Άλφα! Έτσι»;… Και τι θα πω στον Χριστό; «Ότι, ξέρεις, εγώ φώναζα και τους έβαζα όλους στην θέση τους και στο φτωχό έλεγα ότι δεν έχω ψιλά». Και ο Κύριος μου είπε: «δώστα όλα».

Έτσι δεν είπε ο Κύριος; Μου λέει, «εσύ είσαι ιερέας. Τι θες εσύ τα λεφτά; Τι θες εσύ το αυτοκίνητο; Τι θες εσύ τις στολές; Τι θες εσύ τους πολλούς σταυρούς; Τι τα θες εσύ αυτά»; Τι θα πω, εγώ στον Κύριο; «Κύριε, να σου εξηγήσω, Κύριε, τι τα θέλω. Ξέρεις, Κύριε, η Θεία Λειτουργία απεικονίζει την Βασιλεία του Θεού, που είναι όλα λαμπρά και μεγαλειώδη. Και γι' αυτό κι εγώ έχω κάνει μια πάρα πολύ ωραία στολή, που είναι τόσο πολύ ακριβή, γιατί πρέπει ν' απεικονίσω Εσένα. Γιατί στην ώρα της Θείας Λειτουργίας, δεν είμαι εγώ, αλλά είσαι Εσύ. Και φοράω μια στολή, για ν' απεικονίσω την εσχατολογική προοπτική και το Φως και τον Παράδεισο». Και θα μου πει ο Χριστός: «Καλά όλα αυτά, βρε παιδί μου. Καλά όλα αυτά, μπράβο. Αλλά, ο φτωχός που του 'λεγες ότι δεν έχεις λεφτά; Εκεί, πώς δεν θυμήθηκες που είπα, ότι στο πρόσωπο του φτωχού, βλέπεις Εμένα. Ότι στο πρόσωπο κάθε φτωχού, είμαι Εγώ. Στον ελάχιστο αδερφό σου, „εμοί εποιήσατε“». Δηλαδή, ένα Ευαγγέλιο κατά τα μέτρα μας, κατά τα μέτρα μου.

Σου ξαναλέω: «Δεν σε κρίνω, δεν ασχολούμαι με τη δική σου ζωή. Δεν είναι αυτή η αρμοδιότητά μου σήμερα, να σου κάνω εσένα κριτική και έλεγχο. Για τον εαυτό μου το λέω. Να, το μεγαλύτερο θαύμα. Αυτό: Να έχεις το θαύμα αυτό της εφαρμογής τού θελήματος του Χριστού στη ζωή σου. Όχι λόγια, λόγια». Το να κάνεις ομιλίες και εκπομπές είναι το πιο ανώδυνο. Είναι απλώς θέμα χαρίσματος, δηλαδή, να μπορείς να μιλάς. Και τι έγινε μετά από αυτό; Και μετά απ' αυτό τι έγινε; Εσύ όμως που δίνεις το μισθό σου όλο και αγοράζεις ένα σωρό βιβλία και κάνεις ελεημοσύνες και μου λες: «Πόρτα, πάτερ, αυτά και δώστα σε όποιους βρεις και χάρισε βιβλία, να ωφεληθούν και πάρε ελεημοσύνη και δώσε». Εσύ, εφαρμόζεις το Ευαγγέλιο του Χριστού. Όχι εγώ, που τώρα μιλάω. Το κατάλαβες; Εντάξει, μην παρεξηγείσαι τώρα. Δεν είπα τ' όνομα σου.

Είπα, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν πράξεις αγάπης, θυσίας, με πόνο, με προσωπική συμμετοχή, με κόπο· και αφιερώνουν χρόνο, χρήματα, ταξιδεύουν, παίρνουν λεωφορεία, πάνε απ' εδώ, πάνε από εκεί, για να θυσιάσουν κάτι από το εγώ τους για τον αδερφό τους που το παίρνει και το δέχεται ως θυσία ευώδη, ο Θεός τους. «Εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς».

Και εγώ μένω στα λόγια. Και ύστερα λέμε να δούμε ένα μεγάλο θαύμα! Μα, (απ') αυτό υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα; Τι να τα κάνεις τα θαύματα, (τα) εξωτερικά; Αυτά έρχονται και φεύγουν και τα ξεχνάς μετά από λίγο καιρό…Τα ξεχνάς μετά από λίγο καιρό…Τα ξεχνάς!..

Πας, ας πούμε, σ' ένα προσκύνημα και μετά, αν δεν είναι κάτι στην ψυχή σου βαθύτερο-βαθύτερο, πέρασε και το προσκύνημα. Έρχεται μια εικόνα θαυματουργή. Ουρά ο κόσμος απ' έξω! Χιλιάδες άνθρωποι έρχονται. Μετά πού πήγαν όλοι αυτοί; μετά από τις μέρες αυτών των θαυμάτων, των μεγαλόπρεπων εκδηλώσεων; Πού πήγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Δηλαδή, θα ξανάρθουν, όταν θα ξανάρθει κάτι θαυματουργό, κάτι εντυπωσιακό;

Και μετά, η κάθε μέρα που κυλά; Η κάθε μέρα που έχει πάλι ανάγκη από βοήθεια, από ζωντανή εκκλησιαστική ζωή, από σχέση με το Χριστό αληθινή, καθημερινή. Πού πήγανε μετά όλα αυτά; Τι είναι; Έτσι, εκρήξεις; Σαν φωτοβολίδες; Ένα πυροτέχνημα, κρατάει για λίγο και μετά χάνεται;

Γι' αυτό, βλέπεις, ο Κύριος, δεν επέμενε τόσο στα θαύματα αυτά τα εξωτερικά. Μέσα να σ' αλλάξει, ν' αλλάξει η ζωή σου. Ν' αλλάξει η ζωή σου!..

Ο Πέτρος περπάτησε πάνω στα κύματα· τον άφησε ο Κύριος και περπάτησε. Θαύμα! Εντυπωσιακό. Τον απόστολο Παύλο, δεν τον άφησε. Βούλιαξε· ναυάγια, ταλαιπωρίες. Γιατί δεν του 'κανε θαύμα και του αποστόλου Παύλου; Γιατί δεν του 'κανε και αυτού τέτοιο θαύμα;

Και λέει ο Κύριος: «ποιος σου είπε ότι δεν του έκανα θαύματα; Μεγάλα θαύματα έκανα στον απόστολο Παύλο. Όχι όμως να περπατάει στα κύματα». Και ο απόστολος Πέτρος που περπάτησε στα κύματα, αρνήθηκε τον Κύριο. Έζησε θαύμα, και αρνήθηκε τον Κύριο.

Και ο απόστολος Παύλος που είχε αρνηθεί τον Κύριο, έζησε άλλο θαύμα. Γνώρισε τον Κύριο. Μετά βούλιαξε στα ναυάγια με το καράβι που πήγαινε τόσες φορές. Ναυάγια, ταλαιπωρίες, μες στην θάλασσα να παλεύει πόσες μέρες με τα κύματα. Και μετά, λέει, μίλαγε στον κόσμο και τα λόγια του άγγιζαν τις ψυχές των ανθρώπων. Γιατί τους άγγιξε; Γιατί, ζούσε αυτό που έλεγε. Μιλά εκ πείρας. Μίλαγε με πόνο. Μίλαγε με αγάπη. Μίλαγε με την σφραγίδα του Χριστού μέσα του. Και μίλαγε ο Χριστός μέσα απ' αυτόν. Μέσα από τα χείλη του. Αυτό είναι θαύμα! Και μίλαγε μετά και άλλαζαν οι ψυχές των ανθρώπων.

Έκανε μια ομιλία και άλλαζαν όλοι γύρω του. Αυτό, δεν είναι θαύμα; Δεν φαίνεται. Δεν είναι κάτι που να πεις, όπως κάποιος που δεν έχει μαλλιά, ξαφνικά έβγαλε μαλλιά και να πεις: «Πω! πω! Κοίταξέ τον να δεις πώς έγινε»! Ή κάποιον που ήτανε ένας ετοιμοθάνατος και ξαφνικά ανασταίνεται και λες: «Αυτό είναι Θαύμα!».

Ναι, αλλά και αυτά είναι μεγάλα θαύματα: η εφαρμογή στην πράξη της ζωής, των όσων ο Χριστός μάς διδάσκει. Γιατί αλλιώς, θ' ακούσουμε καμιά κουβέντα φοβερή από το στόμα του Κυρίου, και δεν ξέρω τι θα πούμε τότε ο καθένας μας. Εκεί που λέει ο Κύριος ότι θα σας πω: «Δεν σας ξέρω, „οὐκ οἶδα ὑμᾶς“, Δεν σε ξέρω!».

Θα πεις εσύ: «Μα ξέρεις, Κύριε, εμένα με ήξερε τόσος κόσμος και μίλαγα για Σένα». Και θα πει ο Κύριος, «Ναι, αλλά Εγώ δεν σε ξέρω. Γιατί δεν έχεις μαζί Μου μια σχέση αληθινή. Μίλαγες, γιατί για σένα ήταν πολύ ωραίο. Ήταν εύκολο. Γιατί, τι έπαθες που μίλαγες; Τι έπαθες που μίλαγες; Ένα έπαθες. Ακουγόσουν, έγινες γνωστός, δοξαζόσουν, σε θεωρούσαν κάτι. Εγώ, όμως που σε ξέρω, βλέπω ότι δεν κάνεις αυτά που λέω».

Αυτό είναι το ζητούμενο, «Τι κάνεις από αυτά που διδάσκεις; Λες στα παιδιά σου διάφορα πράγματα. Λες στον άνδρα σου, λες στην γυναίκα σου, συμβουλές, το ένα τ' άλλο. Το θαύμα αυτό το έχεις ζήσει μέσα σου; Το έχεις κάνει εσύ»;

Και να, φτάνουμε στο σημείο, δυστυχώς, που είπα απ' την αρχή. Να πρέπει να ψάξουμε να βρούμε έναν Χριστιανό, και να λέμε: «υπάρχει κάποιος να στον δείξω που είναι καλός».

Που θα 'πρεπε να πούμε: «Άνοιξε την πόρτα σου και δες. Όλος ο κόσμος έξω έτσι είναι. Όλοι είμαστε, όσοι είμαστε άνθρωποι του Θεού, όσοι αγαπάμε τον Χριστό, είμαστε ένα ζωντανό υπόδειγμα, ένα ζωντανό παράδειγμα, ένα ζωντανό Ευαγγέλιο».

Και σου λέει ο άλλος: «Τι ζωντανό Ευαγγέλιο; Δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου»;

Γνωρίζει έναν Χριστιανό και απογοητεύεται ο άλλος. Και σου λέει: «τι είναι αυτά τα πράγματα; Έτσι είναι οι Χριστιανοί; Καλύτερα που ήμασταν με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, παρά με αυτόν»!

Βάζει τηλεόραση να δει. Ακούει περιστατικά, ας πούμε, για μένα. Λέει: «Ένας παπάς έκλεψε το παγκάρι». Λες: «Τι γίνεται εκεί πέρα; Πού είναι το Ευαγγέλιο; Πού είναι το Ευαγγέλιο στην πράξη»; Ο άλλος θέλει να δει αυτό το βίωμα. Κλονίζεται. Δεν θα 'πρεπε. Αλλά τώρα, επειδή μιλάμε μεταξύ μας. Έτσι; Και είμαστε άνθρωποι που είμαστε κοντά στον Χριστό, λέμε, που κοινωνάμε, που προσευχόμαστε. Σου λέει ο άλλος: «Το ζεις αυτό το πράγμα που λες; Το εφαρμόζεις»;

Μου είπε (ένας) άνθρωπος να του βρω φίλους Χριστιανούς. «Που να μην μ' απογοητεύσουν· δεν εννοώ να είναι αλάνθαστοι». Αλλά πώς να το πω; Να βγαίνει από την ψυχή τους μια χαρά, να βγαίνει μια ευτυχία, να βγαίνει μια συνέπεια στη ζωή τους. Έτσι (που) να μην γνωρίσεις κάποιον και μετά από λίγο φανεί ότι είναι πονηρός, ότι είναι ιδιοτελής, ότι κορόιδευε, ότι υποκρινόταν, ότι άλλα έλεγε και άλλα ήταν. Ότι άλλο έδειχνε. Έ, κάτσε, σου λέει· η διαφορά τότε ποια είναι η δική σου;

Ποια είναι η διαφορά; Ότι έχεις μια ταυτότητα; Ότι κάνεις μια νηστεία εξωτερικού τύπου; Ότι λιβανίζεις; Ποια είναι η διαφορά; Στην ποιότητα της ψυχής σου, μέσα σου! Όχι το προφίλ! Το προφίλ, εντάξει, φοβερό είναι. Εντυπωσιακό. Αφού σου λέω· εγώ σαν κληρικός έχω ένα προφίλ ιερατικό, φοβερό, κ.λπ. και ο άλλος με γνωρίζει και απογοητεύεται. Και μου λέει: «Αν απογοητεύτηκα από σένα που είσαι ένας ιερέας, ε, τότε πού θα βρω το βίωμα που λες; Ποιος το ζει αυτό;»