Выбрать главу

Ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν ναός του Αγίου Πνεύματος, όταν φθάση στην κατάστασι του φωτισμού, ενώ, όταν φθάση στην θέωσι, γίνεται κατά χάριν θεός. Όμοιος με τον Χριστόν κατά χάριν. Ουδέποτε κατά φύσιν. Γι’ αυτό και η ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν δεν είναι υποστατική, όπως συμβαίνει εις τον Χριστόν. Υπάρχει μόνο μία υποστατική ένωσις του Θεού με τον άνθρωπο και αυτή είναι η του Υιού και Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Χριστού.

Ο άνθρωπος ενώνεται μόνον με την ενέργεια (την Χάρι) του Θεού. Ούτε με την ουσία του Θεού ενώνεται ποτέ ο άνθρωπος ούτε με την υπόστασι του Λόγου. Ενώνεται μόνον με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού κατά την Θεία Μετάληψι. Δηλαδή ο άνθρωπος ενώνεται με την τεθεωμένη, αναστημένη και δεδοξασμένη ανθρωπίνη φύσι του Χριστού και δι’ Αυτής, με την άκτιστη ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού[78], που είναι η άκτιστη Θεία Χάρις. Αυτή είναι που σώζει, αυτή είναι που ανασταίνει, αυτή που θεραπεύει την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου.

36. Ο Χριστός στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη

Στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος Παύλος αποκαλεί τον Χριστόν «Κύριον της δόξης». Εάν ψάξη κανείς στην Παλαιά Διαθήκη, για να βρη ποιος αποκαλείται εκεί Κύριος της δόξης, τι θα βρη;

Κύριος της δόξης, στην Εβραϊκή παράδοσι, είναι ο Άγγελος της δόξης, που εμφανίζεται στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και μέσω του οποίου γίνονται σ’ αυτούς οι αποκαλύψεις της παρουσίας του Θεού. Κατά τον απόστολο Παύλο, αυτός ο Κύριος της δόξης είναι Εκείνος που σταυρώθηκε από τους Εβραίους, δηλαδή ο σαρκωμένος Λόγος.

Στην Καινή Διαθήκη συμβαίνει το εξής:

Όπως στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης βλέπει τον Άγγελο της δόξης κατά την εμπειρία της θεώσεως και μέσω αυτού του Αγγέλου, ο οποίος είναι ο άσαρκος Λόγος, ο Υιός, του αποκαλύπτεται ο Θεός, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο μετά την Ενσάρκωσι σε κάθε αποκάλυψι του Θεού στους Αγίους της Καινής Διαθήκης, δηλαδή σε κάθε εμπειρία θεώσεως, είναι παρών ο Χριστός.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει, ότι στην γενεά αυτή, στους Αποστόλους και στους Προφήτες (της Καινής Διαθήκης) αποκαλύπτεται κάτι, που δεν έχει ποτέ ξαναγίνει στους ανθρώπους[79]. Η αποκάλυψις του Θεού στην Καινή Διαθήκη (μετά δηλαδή την Ανάστασι του Χριστού) δεν ήταν για τον απόστολο Παύλο τίποτε άλλο παρά η αποκάλυψις του Χριστού εν δόξη.

Αυτή η εμπειρία της αποκαλύψεως του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία (είτε ως ο άσαρκος Άγγελος της δόξης στην Παλαιά Διαθήκη είτε ως ο Χριστός εν δόξη στην Καινή Διαθήκη) είναι η σπονδυλική στήλη και της Εβραϊκής παραδόσεως της Παλαιάς Διαθήκης και της Χριστιανικής παραδόσεως της Καινής Διαθήκης, καθώς και της Πατερικής παραδόσεως. Και σας φέρνω ένα παράδειγμα προσωπικής μαρτυρίας μέσα στα πλαίσια της Πατερικής Παραδόσεως: Είναι η εμπειρία της θεώσεως, που είχε ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος στην μάχη που έδωσε εναντίον των Ευνομιανών επεκαλέσθη όχι μόνον την μαρτυρία — εμπειρία της θεώσεως των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και των Αποστόλων, αλλά και την ιδική του προσωπική εμπειρία.

37. Περί της Αγίας Τριάδος — Ποιος είναι ο Θεός

Από την εμπειρία της θεώσεως αποκαλύπτονται ωρισμένες διαφοροποιήσεις. Πως γνωρίζομε π.χ. ότι υπάρχει διάκρισις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος; Πως γνωρίζομε ότι υπάρχουν τρία Φώτα, τα οποία είναι ένα Φως;

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αρχίζουν από την Αγία Γραφή για να θεολογήσουν. Αλλά, για να κατανοήσουν της Αγία Γραφή, ξεκινάνε από την ίδια την εμπειρία τους, της θεώσεως. Γι’ αυτό θα βρούμε ότι στην επιχειρηματολογία των Πατέρων, όταν καταφέρωνται συγκεκριμένα εναντίον των αιρετικών, δεν επικαλούνται μόνο την Αγία Γραφή, αλλά επικαλούνται και την ιδική τους προσωπική εμπειρία της θεώσεως. Από την ιδική τους εμπειρία ξέρουν λοιπόν πολύ καλά ότι ο Θεός είναι Φως. Αλλά ο Θεός δεν είναι μόνο Φως. Ο Θεός είναι και Σκότος! Όχι Σκότος βέβαια όπως το κτιστό σκότος, που είναι η απουσία του φωτός (το κτιστό σκότος δεν έχει ιδική του υπόστασι), αφού δεν υπάρχει, όπως είπαμε, καμμία ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Από που λοιπόν ξέρουν οι Πατέρες αυτό το πράγμα, ότι ο Θεός είναι Φως αλλά είναι και Σκότος;

вернуться

78

Καθ’ ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι, λόγω της υποστατικής ενώσεως με τον Θεόν Λόγον, η κατά φύσιν πηγή της ακτίστου δόξης.

вернуться

79

Πρβλ. Εφ. 3, 5.