Выбрать главу

Ο Άρειος κατεδικάσθη, διότι επέμενε όχι στην κατ’ ουσίαν, αλλά στην κατ’ ενέργειαν σχέσι του Πατρός με τον Λόγον και το Άγιο Πνεύμα. Οι Νεστοριανοί κατεδικάσθησαν, διότι δεν εδέχθησαν την φυσική, δηλαδή την υποστατική ένωσι εν Χριστώ του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Δηλαδή οι Νεστοριανοί, ενώ έκαναν εξαίρεσι στο δόγμα της Αγία Τριάδος, διετήρησαν στην Χριστολογία αυτήν την φιλοσοφική αρχή, για να μπορέσουν να διατηρήσουν την φιλοσοφία τους για ιεραποστολικούς σκοπούς με τους ειδωλολάτρες, ως φαίνεται. Ήλθε όμως η Εκκλησία και τους είπε ότι όχι μόνο στην Αγία Τριάδα, αλλά ούτε στην Χριστολογία μπορεί να σταθή αυτή η επιχειρηματολογία, ότι δηλαδή το κατ’ ουσίαν δεν εφαρμόζεται και ότι σημαίνει το κατ’ ανάγκην.

Πως λοιπόν μπορεί κανείς να κρίνη και να απορρίψη τον ισχυρισμό των αιρετικών ότι το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό και ότι το κατά βούλησιν και το κατ’ ενέργειαν σημαίνουν ελευθερία;

Αυτή η επιχειρηματολογία καλύπτει μία περίοδο μέχρι την Ε' Οικουμενική Σύνοδο και ξαναεμφανίζεται στην Σχολαστική Θεολογία, η οποία ακολούθησε την Θεολογία του Αυγουστίνου. Και αυτός ο προβληματισμός βλέπομε να διατηρήται στις Οικουμενικές Συνόδους, στον φιλοσοφικό χώρο, ως και στην Δυτική ιστορία της φιλοσοφίας, μέχρι των ημερών μας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν δέχονται την Χριστιανική διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου, διότι δεν μπορούν να φαντασθούν ότι ο Θεός δεν έχει κάποια ανάγκη να δημιουργήση τον κόσμο. Οπότε το θέμα την ελευθερίας είναι μεγάλη υπόθεσι.

Οι Πατέρες μιλάνε για τα Ορθόδοξα δόγματα σε πάρα πολύ απλή γλώσσα. Γίνονται όμως δύσκολοι, όταν αρχίζουν να ασχολούνται με τις αιρέσεις. Πως λοιπόν οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους Αρειανούς και τους Νεστοριανούς επάνω στο θέμα αυτό; Ποια ήταν η απάντησις του Μεγάλου Αθανασίου Αλεξανδρείας, καθώς και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας εναντίον του Θεοδώρητου Κύρου και του Νεστορίου επάνω στα θέματα αυτά; Συμβαίνει η ίδια απάντησις να δίδεται σε όλους τους αιρετικούς. Η ίδια απάντησις δίδεται και στην Α' και στην Β' και στην Γ' και στην Δ' και στην Ε' Οικουμενικές Συνόδους εναντίον των αιρετικών.

Και η απάντησις αυτή είναι η εξής:

Τα κατηγορήματα, όπως ανάγκη και ελευθερία, που είναι παρμένα από τον κτιστό κόσμο, δεν έχουν καμμία σχέσι με τον Θεό. Δηλαδή, εφ’ όσον δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων, δεν υπάρχει και το φιλοσοφικό πρόβλημα που θέτει ο Αριστοτέλης περί δυνάμει και ενεργεία καταστάσεων στον Θεό. Τα Αριστοτελικά φιλοσοφικά κατηγορήματα είναι παρμένα από την φύσι. Στην φύσι δεδομένων των καταλλήλων συνθηκών εκείνο που είναι δυνάμει γίνεται ενεργεία. Γιατί; Διότι είναι η φύσις του τέτοια. Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας εξαναγκασμός μέσα στην φύσι του να εξελιχθή στην τελική του μορφή. Οπότε, αφού δεν υπάρχη ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, συμβαίνει και στην Αγία Γραφή και στην Θεολογία, που προσπαθούν να περιγράψουν τις εμπειρίες αποκαλύψεως του ακτίστου, να γίνεται μία προσπάθεια να περιγραφούν τα απερίγραπτα. Αυτό όμως κυριολεκτικά δεν μπορεί να γίνη.

Ο Θεός είναι απερίγραπτος, οπότε δεν μπορούμε να πάρωμε το φιλοσοφικό πρότυπο περί εντελεχείας του Αριστοτέλους, που βασίζεται σε παρατηρήσεις από την κτιστή φύσι ούτε να αναφέρωμε κανόνες από την φιλοσοφία του Αριστοτέλους, που είναι παρμένοι από τα ορατά και τα κτιστά ή και από τα δικά του μεταφυσικά (μετά τα φυσικά), μερικά από τα οποία είναι επίσης ορατά και να τους εφαρμόσωμε στον Θεό, σε Κάποιον δηλαδή που δεν μοιάζει με τα κτίσματα.

Π.χ. λέμε ότι εκείνος ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο οποίος άλλα κάνει κατά φύσιν (για τα οποία δηλαδή δεν μπορεί να κάνη αλλιώς, τουτέστιν να μη τα κάνη) και άλλα κατά βούλησιν, τα οποία αν θέλη τα κάνει. Στην ζωή του ανθρώπου φαίνεται σαφώς η διάκρισις αυτή μεταξύ του κατά φύσιν και του κατά βούλησιν. Π.χ., εάν ο άνθρωπος θέλη να κάνη παιδιά, εδώ συνήθως έχωμε κάποιο συνδυασμό του κατά φύσιν και του κατά βούλησιν. Δεν μπορεί να κάνη παιδιά μόνο κατά βούλησιν, δηλαδή μόνο με το μυαλό του. Η απόφασις του να κάνη παιδιά δεν δημιουργεί αυτόματα παιδιά. Αλλά πρέπει να υπάρξη συνδυασμός βουλήσεως και πράξεως. Εδώ ο άνθρωπος δεν ενεργεί μόνο κατά φύσιν, αλλά ενεργεί συλλογιστικά, βάσει της γνώσεως και αναλύσεως των προϋποθέσεων και αναγκών και επιθυμιών που έχει και κάνει μία επιλογή. Μόνο στον κτιστό λογικό κόσμο υπάρχει το χαρακτηριστικό να κάνη κανείς κατά φύσιν και κάτι άλλο κατά βούλησιν. Στον Θεό όμως δεν μπορούν να αποδοθούν αυτά τα κατηγορήματα. Αυτή είναι η απάντησις.