Ξεκίνησαν ακολουθώντας κατεύθυνση προς τα δυτικά. Μ’ άλλα λόγια, θα διασχίζανε το Δρόμο, μα αυτός ήταν ο γρηγορότερος τρόπος για να βγουν σε πιο δασωμένες περιοχές. Και χρειάζονταν και καυσόξυλα· γιατί ο Γοργοπόδαρος είπε πως πρέπει να έχουν το Φρόντο ζεστό, ιδιαίτερα τη νύχτα, που η φωτιά θα ήταν κάποια προφύλαξη για όλους. Ήταν επίσης και στο σχέδιό του να συντομέψει το ταξίδι κόβοντας κι άλλη μια μεγάλη καμπύλη του Δρόμου: γιατί ανατολικά, πέρα απ’ την Κορυφή των Καιρών, ο Δρόμος άλλαζε κατεύθυνση κι έκανε μια μεγάλη στροφή προς το βοριά.
Γυρόφεραν αργά και προσεχτικά τις νοτιοδυτικές πλαγιές του λόφου και σε λίγο έφτασαν στην άκρη του Δρόμου. Πουθενά δε φαινόταν ίχνος από Καβαλάρηδες. Αλλά την ώρα που τον περνούσαν βιαστικά απέναντι, άκουσαν δυο κραυγές πέρα μακριά: μια παγωμένη φωνή να καλεί και μια παγωμένη φωνή ν’ απαντά. Τρέμοντας όρμησαν μπροστά κατά τις συστάδες των δέντρων που βρίσκονταν μπροστά τους. Η γη στα πόδια τους κατηφόριζε δυτικά, μα ήταν άγρια, δίχως μονοπάτια: θάμνοι και κολοβωμένα δέντρα φύτρωναν πυκνά πέρα δώθε, αφήνοντας μεγάλα γυμνά διαστήματα ανάμεσά τους. Το χορτάρι ήταν λιγοστό, τραχύ και γκρίζο· και οι φυλλωσιές στα σύδεντρα ήταν κιτρινισμένες κι έπεφταν. Ο τόπος ήταν άχαρος και το ταξίδι τους αργό και μελαγχολικό. Μιλούσαν λίγο και περπατούσαν σέρνοντας τα πόδια. Η καρδιά του Φρόντο μάτωνε, που τους έβλεπε να περπατούν δίπλα του με σκυμμένο το κεφάλι και τις πλάτες σκυφτές απ’ το βάρος. Ακόμα κι ο Γοργοπόδαρος έδειχνε κουρασμένος και βαρύθυμος.
Πριν τελειώσει η πορεία της πρώτης μέρας, ο πόνος του Φρόντο άρχισε να δυναμώνει πάλι, αλλ’ αυτός δεν έλεγε τίποτα για πολλή ώρα. Τέσσερις μέρες πέρασαν χωρίς η γη ή το τοπίο ν’ αλλάξουν πολύ, εκτός απ’ την Κορυφή των Καιρών πίσω τους, που χαμήλωνε σιγά σιγά ενώ, μπροστά τους, τα μακρινά βουνά υψώνονταν όλο και πιο κοντά. Πάντως, μετά από εκείνη τη μακρινή κραυγή, δεν είχαν ούτε δει ούτε ακούσει κάτι που να φανερώνει πως ο εχθρός είχε εντοπίσει το φευγιό τους και τους ακολουθούσε. Τις νυχτερινές ώρες φοβόντουσαν και φύλαγαν σκοπιά δυο δυο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δουν μαύρες μορφές να τους παραμονεύουν μες στην γκρίζα νύχτα, μισοφωτισμένη απ’ το φεγγάρι που σκέπαζαν σύννεφα· αλλά δεν έβλεπαν τίποτα και δεν άκουγαν κανένα θόρυβο πέρα απ’ τον αναστεναγμό των μαραμένων φύλλων και των χόρτων. Ούτε μια φορά δεν ένιωσαν την αίσθηση της παρουσίας του κακού που είχαν νιώσει πριν την επίθεση στη μικρή κοιλάδα. Πάντως θα ήταν πολύ αισιόδοξο να ελπίζουν πως οι Καβαλάρηδες είχαν κιόλας χάσει τα ίχνη τους ξανά. Μήπως όμως τους είχαν στήσει καρτέρι σε κανένα στενό πέρασμα; Στο τέλος της πέμπτης μέρας η γη άρχισε σιγά σιγά ν’ ανηφορίζει ξανά βγαίνοντας απ’ τη ρηχή κοιλάδα που είχαν κατεβεί. Ο Γοργοπόδαρος τώρα ξαναπήρε το δρόμο βορειοανατολικά και, την έκτη μέρα, βγήκαν στην κορφή μιας όχι πολύ ανηφορικής πλαγιάς και είδαν μακριά μπροστά τους μερικούς δασωμένους λόφους μαζεμένους κοντά κοντά. Πέρα μακριά μπορούσαν να δουν το Δρόμο να περνάει στα ριζά των λόφων· και στα δεξιά τους ένας γκρίζος ποταμός λαμπύριζε χλωμός στο αδύνατο φως του ήλιου. Πιο μακριά ακόμα μπορούσαν να διακρίνουν κι άλλον έναν ποταμό, σε μια κοιλάδα όλο βράχους, μισοκρυμμένο στην ομίχλη.
— Φοβάμαι πως πρέπει να μπούμε στο Δρόμο πάλι για λίγο, είπε ο Γοργοπόδαρος. Τώρα έχουμε φτάσει στον ποταμό Ασημόπηγο, που τα Ξωτικά ονομάζουν Μίθεϊθελ. Αυτός κατεβαίνει απ’ τα Έτενμουρς[9], τους βάλτους των γιγάντων, που βρίσκονται βορινά του Σκιστού Λαγκαδιού και χύνεται στο Θορυβόνερο πέρα μακριά στο νοτιά. Μερικοί τον λένε Γκρέιφλοντ[10] από κει και κάτω. Γίνεται μεγάλος ποταμός μέχρι να φτάσει στη θάλασσα. Δεν υπάρχει μέρος να τον περάσουμε, μετά τις πηγές του στα Έτενμουρς, εκτός απ’ την Τελευταία Γέφυρα, που την περνάει κι ο Δρόμος.
— Ποιος είναι εκείνος ο άλλος ποταμός που βλέπουμε εκεί μακριά; ρώτησε ο Μέρι.
— Εκείνος είναι ο Θορυβόνερος, που τον λένε Μπρούινεν στο Σκιστό Λαγκάδι, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Ο Δρόμος ακολουθεί τα ριζά των λόφων για πολλά μίλια απ’ τη Γέφυρα ως το Πέρασμα του Μπρούινεν. Αλλά δεν έχω ακόμα σκεφτεί πώς θα τον περάσουμε. Ένας ένας οι ποταμοί! Θα είμαστε πολύ τυχεροί, μα την αλήθεια, αν δε μας έχουν στήσει καρτέρι στην Τελευταία Γέφυρα.