Выбрать главу

Το φως της μέρας έσβηνε και τα φύλλα των θάμνων έτριζαν σιγανά. Τώρα πιο καθαρά τα καμπανάκια κουδούνιζαν και γρήγορα πόδια έρχονταν κλίπι-κλιπ, τριποδίζοντας. Ξαφνικά, φάνηκε ένα άσπρο άλογο τρεχάτο που αχνοφέγγιζε μέσα στους ίσκιους. Μες στο λυκόφως τα λουριά του αναβόσβηναν κι άστραφταν λες κι ήταν γεμάτα πετράδια, ζωντανά σαν αστέρια. Ο μανδύας του αναβάτη κυμάτιζε πίσω του και η κουκούλα του ήταν ριγμένη στην πλάτη· τα χρυσά του μαλλιά φεγγοβολούσαν κι ανέμιζαν στο τρέξιμό του. Στο Φρόντο φάνηκε λες κι ένα λευκό φως έβγαινε απ’ το κορμί και τα ρούχα του καβαλάρη, σαν μέσα από διάφανο πέπλο.

Ο Γοργοπόδαρος πετάχτηκε απ’ την κρυψώνα του και κατηφόρισε τρέχοντας κατά το Δρόμο, βγάζοντας μια φωνή και πηδώντας ανάμεσα στα ρείκια· αλλά πριν ακόμα να κουνηθεί ή να φωνάξει, ο καβαλάρης είχε τραβήξει τα γκέμια του αλόγου του κι είχε σταματήσει και κοίταζε ψηλά κατά το σύδεντρο που στεκόντουσαν. Μόλις είδε το Γοργοπόδαρο, ξεπέζεψε κι έτρεξε να τον συναντήσει φωνάζοντας: Ai na vedui Dúnadan! Mae govannen! Τα λόγια του και η καθάρια καμπανιστή φωνή του δεν άφηναν καμιά αμφιβολία στις καρδιές τους: ο καβαλάρης ήταν Ξωτικό. Κανείς άλλος απ’ όσους κατοικούσαν στο μεγάλο κόσμο δεν είχε λαλιά τόσο ωραία στο άκουσμα. Μα φαινόταν να υπάρχει ένας τόνος βιασύνης ή φόβου στο κάλεσμά του κι είδαν πως τώρα μιλούσε γρήγορα και με βιάση στο Γοργοπόδαρο.

Σε λίγο ο Γοργοπόδαρος τους έκανε νόημα κι οι χόμπιτ άφησαν τους θάμνους και βιάστηκαν να κατεβούν στο Δρόμο.

— Από δω ο Γκλορφίντελ, που ζει στο σπίτι του Έλροντ, είπε ο Γοργοπόδαρος.

— Χαίρε και καλώς σε βρίσκω επιτέλους! είπε ο Ξωτικο-άρχοντας στο Φρόντο. Με έστειλαν από το Σκιστό Λαγκάδι να σε γυρέψω. Φοβηθήκαμε πως βρισκόσασταν σε κίνδυνο πάνω στο Δρόμο.

— Έφτασε ο Γκάνταλφ στο Σκιστό Λαγκάδι, λοιπόν; φώναξε ο Φρόντο χαρούμενα.

— Όχι. Δεν είχε έρθει όταν έφυγα εγώ πριν εννιά μέρες, απάντησε ο Γκλορφίντελ. Ο Έλροντ έμαθε νέα που τον τάραξαν. Μερικοί απ’ τους δικούς μου. που ταξίδευαν στη χώρα σας πέρα απ’ τον Μπαράντουϊν[11], έμαθαν πως τα πράγματα δεν ήταν καλά κι έστειλαν μηνύματα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Είπαν πως οι Εννέα βρίσκονταν έξω και πως εσύ ήσουν χαμένος, μεταφέροντας ένα μεγάλο φορτίο χωρίς καθοδήγηση, γιατί ο Γκάνταλφ δεν είχε επιστρέψει. Ελάχιστοι υπάρχουν, ακόμα και στο Σκιστό Λαγκάδι, που να μπορούν να ταξιδεύουν φανερά, ενάντια στους Εννέα· αλλά όσοι μπορούσαν, τους έστειλε ο Έλροντ κατά το βοριά, τη δύση και το νοτιά. Σκεφτήκαμε ότι μπορεί να λοξοδρομούσατε για ν’ αποφύγετε την καταδίωξη και χαθήκατε στην Ερημιά.

» Ο δικός μου ο κλήρος ήταν να πάρω το Δρόμο. Όταν έφτασα στη Γέφυρα του Μίθεϊθελ άφησα ένα σημάδι εκεί, εδώ κι εφτά μέρες περίπου. Τρεις από τους υπηρέτες του Σόρον ήταν στη Γέφυρα, αλλά αποτραβήχτηκαν κι εγώ τους καταδίωξα δυτικά. Συνάντησα δυο άλλους ακόμα, αλλά στράφηκαν κι απομακρύνθηκαν κατά το νοτιά. Από τότε ψάχνω να βρω τα ίχνη σας. Τα ανακάλυψα δυο μέρες πριν και τ’ ακολούθησα πάνω απ’ τη Γέφυρα· και σήμερα βρήκα το μέρος απ’ όπου κατεβήκατε από τους λόφους ξανά. Αλλά εμπρός! Δεν είναι ώρα για άλλα νέα. Μιας και βρίσκεστε εδώ πρέπει να διακινδυνέψουμε το Δρόμο και να προχωρήσουμε. Πίσω μάς ακολουθούν πέντε κι όταν βρουν τα ίχνη σας πάνω στο Δρόμο, θα τρέξουν πίσω μας σαν τον άνεμο. Και δεν είναι όλοι. Πού μπορεί να βρίσκονται οι άλλοι τέσσερις, δεν ξέρω. Φοβάμαι πως μπορεί να βρούμε το Πέρασμα πιασμένο και να μας έχουν στήσει ενέδρα.

Όση ώρα μιλούσε ο Γκλορφίντελ οι σκιές του βραδινού σκούραιναν. Ο Φρόντο ένιωσε μια μεγάλη κούραση να τον κυριεύει. Από τη στιγμή που ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, η ομίχλη στα μάτια του είχε πυκνώσει και τώρα ένιωθε πως μια σκοτεινιά απλωνόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στα πρόσωπα των φίλων του. Τώρα τον ξανάπιασε ο πόνος κι ένιωθε παγωμένος. Ταλαντεύτηκε και πιάστηκε απ’ το χέρι του Σαμ.

— Ο κύριός μου είναι άρρωστος και πληγωμένος, είπε ο Σαμ με θυμό. Δεν μπορεί να προχωρήσει τη νύχτα. Του χρειάζεται ξεκούραση.

Ο Γκλορφίντελ έπιασε το Φρόντο την ώρα που έπεφτε στη γη και, παίρνοντάς τον μαλακά στην αγκαλιά του, κοίταξε το πρόσωπό του με σοβαρή ανησυχία.

Στα γρήγορα ο Γοργοπόδαρος του είπε για την επίθεση στον καταυλισμό τους στην Κορυφή των Καιρών και για το θανατηφόρο μαχαίρι. Έβγαλε τη λαβή, που την είχε κρατήσει, και την έδωσε στο Ξωτικό. Ο Γκλορφίντελ ανατρίχιασε όπως την πήρε, μα την κοίταξε με πολλή προσοχή.

— Πάνω σ’ αυτή τη λαβή είναι γραμμένα φοβερά πράγματα, είπε· αν και ίσως τα μάτια σας δεν μπορούν να τα δουν. Φύλαξέ την, Άραγκορν, μέχρι που να φτάσουμε στο σπίτι του Έλροντ! Αλλά πρόσεχε! Να την πιάνεις στα χέρια σου όσο γίνεται λιγότερο! Αλίμονο. Τις πληγές αυτού του όπλου δε φτάνει η ικανότητά μου να τις θεραπεύσω. Θα κάνω ό,τι μπορώ —αλλά τώρα είναι που πρέπει να βιαστούμε και να συνεχίσουμε χωρίς ανάπαυση.

вернуться

11

Ο ποταμός Μπράντιγουάιν.