Κι έτσι την είδε ο Φρόντο, αυτή που λίγοι θνητοί είχαν ως τώρα δει· την Άργουεν, τη θυγατέρα του Έλροντ, που στο πρόσωπό της, έλεγαν, πως η μορφή της Λούθιεν είχε ξαναρθεί στη γη πάλι· και την έλεγαν και Αντόμιελ. γιατί ήταν το Άστρο του Δειλινού του λαού της. Για πολύ καιρό ζούσε στη γη των συγγενών της μητέρας της, στο Λόριεν πέρα απ’ τα βουνά και μόλις τώρα τελευταία ήταν που είχε έρθει στο Σκιστό Λαγκάδι στο σπίτι του πατέρα της. Αλλά τ’ αδέλφια της, ο Ελάνταν κι ο Ελρόχιρ, έλειπαν σ’ αποστολή: γιατί συχνά έφευγαν μακριά μαζί με τους Περιφερόμενους Φύλακες του Βοριά, ποτέ μη λησμονώντας τα μαρτύρια της μητέρας τους στα άντρα των ορκ.
Τέτοια ομορφιά σε πλάσμα ζωντανό ο Φρόντο δεν είχε ποτέ του ξαναδεί ούτε την είχε ονειρευτεί· κι ήταν κατάπληκτος κι ένιωθε ντροπή που είχε θέση στο τραπέζι του Έλροντ ανάμεσα σ’ όλον αυτό τον κόσμο που ήταν τόσο ψηλοί κι όμορφοι. Και, αν κι είχε κατάλληλη καρέκλα και τον είχαν ψηλώσει με πολλά μαξιλάρια, ένιωθε πολύ μικρός και κάπως παράταιρος· γρήγορα όμως αυτή η εντύπωση του πέρασε. Το τραπέζι ήταν χαρούμενο και το φαγητό ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει η πείνα του. Πέρασε αρκετή ώρα για να ξανακοιτάξει γύρω του, ή να γυρίσει και στο διπλανό του ακόμα.
Πρώτα κοίταξε για τους φίλους του. Ο Σαμ είχε παρακαλέσει να τον αφήσουν να περιποιηθεί τον κύριό του, μα του είπαν πως γι’ αυτή τη φορά ήταν κι αυτός ένας απ’ τους τιμητικούς προσκεκλημένους. Ο Φρόντο τον είδε τώρα καθισμένο με τον Πίπιν και το Μέρι στην πάνω μεριά ενός απ’ κι πλαϊνά τραπέζια κοντά στο βάθρο. Το Γοργοπόδαρο δεν τον έβλεπε πουθενά.
Πλάι στο Φρόντο, από τα δεξιά, καθόταν ένας νάνος που έδειχνε σπουδαίος κι ήταν πλούσια ντυμένος. Η γενειάδα του, μακριά και ψαλιδωτή, ήταν άσπρη, σχεδόν τόσο άσπρη όσο και το χιονάτο ύφασμα που ήταν φτιαγμένα τα ρούχα του. Φορούσε μια ασημένια ζώνη και γύρω απ’ το λαιμό του κρεμόταν μια αλυσίδα από ασήμι και διαμάντια. Ο Φρόντο σταμάτησε να τρώει για να τον κοιτάξει.
— Καλωσόρισες και καλώς σε ανταμώνω! είπε ο νάνος, γυρίζοντας κατά το μέρος του. Έπειτα σηκώθηκε τελείως απ’ τη θέση του και υποκλίθηκε.
— Γκλόιν, στην υπηρεσία σου, είπε και ξαναϋποκλίθηκε ακόμα πιο βαθιά.
— Φρόντο Μπάγκινς, στην υπηρεσία σου και στης οικογένειάς σου, είπε ο Φρόντο πολύ τυπικά, και σηκώθηκε σκορπίζοντας τα μαξιλάρια του απ’ την έκπληξη. Μαντεύω σωστά πως είσαι ο Γκλόιν, ένας απ’ τους δώδεκα συντρόφους του μεγάλου Θόριν του Δρύασπη;
— Πολύ σωστά, απάντησε ο νάνος, μαζεύοντας από χάμω τα μαξιλάρια και βοηθώντας ευγενικά το Φρόντο να ξανακαθίσει στη θέση του. Κι εγώ δε σε ρωτώ, γιατί μου έχουν κιόλας πει πως είσαι συγγενής κι ο υιοθετημένος κληρονόμος του φίλου μας του Μπίλμπο του ξακουστού. Επίτρεψέ μου να σε συγχαρώ για την ανάρρωσή σου.
— Σ’ ευχαριστώ πολύ, είπε ο Φρόντο.
— Πέρασες κάτι πολύ παράξενες περιπέτειες, ακούω, είπε ο Γκλόιν. Και πολύ αναρωτιέμαι τι είν’ αυτό που φέρνει τέσσερις χόμπιτ σ’ ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι σαν κι αυτό από τότε που ο Μπίλμπο ήρθε μαζί μας. Αλλά μήπως δεν πρέπει να πολυρωτώ, μιας κι ο Έλροντ κι ο Γκάνταλφ δε φαίνονται να έχουν τη διάθεση να μιλήσουν γι’ αυτό;
— Νομίζω καλύτερα να μη μιλήσουμε, τουλάχιστον όχι ακόμα, είπε ο Φρόντο ευγενικά.
Είχε καταλάβει πως, ακόμα και στο σπιτικό του Έλροντ, η υπόθεση του Δαχτυλιδιού δεν ήταν για να συζητιέται επιπόλαια· κι οπωσδήποτε ήθελε να ξεχάσει τις στενοχώριες του για λίγο καιρό.
— Αλλά είμαι κι εγώ το ίδιο περίεργος, πρόσθεσε, να μάθω τι φέρνει εδώ ένα τόσο σπουδαίο νάνο από τόσο μακριά όσο το Βουνό της Μοναξιάς.
Ο Γκλόιν τον κοίταξε.
— Αν δεν το έχεις ακούσει, νομίζοι πως καλύτερα να μη μιλήσουμε ακόμα ούτε και γι’ αυτό. Ο άρχοντας Ελροντ θα μας καλέσει όλους πολύ γρήγορα, πιστεύω, και τότε θ’ ακούσουμε όλοι πολλά πράγματα. Μα είναι και πολλά άλλα που θα ειπωθούνε ίσως.
Σ’ όλο το υπόλοιπο του φαγητού κουβέντιαζαν μαζί, αλλά ο Φρόντο πιο πολύ άκουγε παρά μιλούσε· γιατί τα νέα του Σάιρ, εκτός από το Δαχτυλίδι, φαίνονταν μικρά, μακρινά κι ασήμαντα, ενώ ο Γκλόιν είχε πολλά να πει για τα γεγονότα στις βόρειες επαρχίες της Έρημης Χώρας. Ο Φρόντο έμαθε πως ο Γκριμπέορν ο Παλιός, ο γιος του Άρκου, ήταν τώρα άρχοντας πολλών γεροδεμένων ανθρώπων και στη χώρα τους, ανάμεσα στα Βουνά και στο Δάσος της Σκοτεινιάς, ούτε όρκ ούτε λύκος δεν τολμούσε να μπει.
— Και για να λέμε την αλήθεια, είπε ο Γκλόιν, αν δεν ήταν οι Μπέορνινγκ[12], ο δρόμος απ’ την Πόλη της Κοιλάδας στο Σκιστό Λαγκάδι θα είχε, εδώ και πολύ καιρό, γίνει αδιάβατος. Είναι γενναίοι άντρες και βαστάνε ανοιχτό το Ψηλό Πέρασμα στα Βουνά και το ποταμίσιο Πέρασμα του Κάροκ. Αλλά τα διόδιά τους είναι ακριβά, πρόσθεσε, κουνώντας το κεφάλι· και, σαν τον Άρκο παλιά, δεν πολυαγαπούν τους νάνους. Μπορείς όμως να τους έχεις εμπιστοσύνη κι αυτό είναι πολύ στις μέρες μας. Πουθενά δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που να είναι τόσο φίλοι μ’ εμάς όπως οι Άνθρωποι της Πόλης της Κοιλάδας. Οι Μπάρντινγκ είναι καλή πάστα. Τους κυβερνά ο εγγονός του Μπαρντ του Τοξότη, ο Μπραντ, γιος του Μπάλιν, γιος του Μπαρντ. Είναι δυνατός βασιλιάς και το βασίλειό του τώρα φτάνει πολύ μακριά στο νοτιά και στα δυτικά του Έσγκαροθ.