Ο Εαρέντιλ[13] ήτανε τρανός θαλασσοπόρος
και ζούσε στο Αβέρνιεν παλιά, στη Μέση-Γη.
Καράβι πήγε κι έφτιαξα ξυλοπελεκημένο
στο Νιμβρετθίλ· ταξίδι για να πάει.
Ασήμι είχαν τα πανιά που ’φτιαξε και μετάξι
κι ασήμι είχανε χυτό όλα του τα φανάρια.
Η πλώρη τον η περήφανη όμοια ήταν με κύκνο
Και στις σημαίες του το φως τρεμόπαιζε στ’ αγέρι.
Με πανοπλία ντύθηκε αρχαίων βασιλιάδων,
η λαμπερή ασπίδα του γεμάτ’ ήταν με ξόρκια
να διώχνουν όλες τις πληγές και το κακό μακριά του.
Τόξο ’χε δρακοκέρατο, κι εβένινες σαΐτες
κι άσπρο θηκάρι ζώστηκε μ’ αχάτες στολισμένο.
Και πήρε ατσάλινο σπαθί π’ εχθρούς δε λογαριάζει
Και στο λαιμό του κρέμασε πρασινωπό σμαράγδι.
Μακριά απ’ τις βορινές ακτές πλανήθηκε κι εχάθη,
πάνω σε ρότες μαγικές ταξίδεψε τις νύχτες,
πέρα απ’ τις χώρες τον θνητών, τις μέρες και τον Ήλιο.
Και διάβηκε από τα Στενά του Φοβερού τον Πάγου,
που ’χει σκιές και θύελλες στους παγωμένους λόφους.
Πάνω στ’ ανάστερα νερά ταξίδευε χαμένος
κι έφτασε τέλος στη Νυχτιά την Αδειανή και Μαύρη
και πέρασε και γύρισε και τίποτα δεν είδε
από τη φωτερή ακτή που γύρευα του κάκου.
Οι θυμωμένοι αγέρηδες τον άρπαξαν με βιάση
και στα τυφλά παράδερνε σ’ ανατολή και δύση
κι απρόσμενα στη χώρα του πάλι λιμάνι πιάνει.
Εκεί με κνήμες φτερωτές η Έλγουϊνγκ τον φτάνει
και φλόγα φέρνει αστραφτερή και διώχνει το σκοτάδι·
γιατ’ ήτανε πιο λαμπερή κι από λαμπρό διαμάντι
στό μέτωπό της η φωτιά απ’ το τρανό πετράδι.
Το Σιλμαλίρ του πρόσφερε λαμπρόμορφο στεφάνι·
και τότε αυτός ατρόμητος, φωτιά στο μέτωπό του,
μπήκε ξανά στο πλοίο του μες στη νυχτιά τη μαύρη.
Στο Ταμερνέλ από μακριά θύελλα ξεσηκώθη
πανίσχυρη και δυνατή στη θάλασσα από πέρα.
Μέσ’ από δρόμους άπατους από θνητού ποδάρι
το πήρε το καράβι του μ’ ανάσα κοφτερή,
πάνω από γκρίζες θάλασσες κρύες κι ανταριασμένες,
τον διώχνει απ’ την ανατολή, στη δύση τονε φέρνει.
Στη Νύχτα την Ατέλειωτη δέρνεται το καράβι
πάνω στα μαύρα κύματα, που μούγκριζαν κι αφρίζαν
κι έτρεχαν λεύγες σκοτεινές πάνω από χώρες κάτω
που είχαν καταποντιστεί πριν να χαράξει η Μέρα.
Μα ήρθε καιρός που άκουσε χορδές μαργαριτάρια
να παίζουν άλλη μουσική, κι ήταν του κόσμου η άκρη,
π’ αφρίζουνε τα κύματα κι όλο χτυπούν και δέρνουν
Χρυσάφι κίτρινο μαζί με τα χλωμά πετράδια.
Κι είδε τ’ ορθό στητό Βουνό ψηλά να ξεπετιέται
στη χώρα του λυκόφωτος στον Βάλινορ τη γη.
Κι είδε το Έλνταμαρ μακριά απ’ τις θάλασσες πιο πέρα·
και, ταξιδιώτης που ’χασε το δρόμο μες στη νύχτα,
ο Εαρέντιλ έφτασε στο πάλλευκο λιμάνι.
Και πάτησε τη γη εκεί την πράσινη κι ωραία,
όπου τ’ αγέρι είν’ δροσερό κι Ήλιος δεν ανατέλλει·
κι όπου χλωμοί σαν γυάλινοι στου Ίλμαριν το Λόφο
λάμπουν οι πύργοι οι φωτεινοί του Τίριον, στην κοιλάδα
και καθρεφτίζονται μακριά μες στης Σκιάς τη Λίμνη.
Καιρό πολύ έμεινε κει σαν πρεσβευτής που ήταν
κι αυτοί τον εδιδάξανε τραγούδια θαυμαστά·
και του ’παν μύρια θαύματα οι γέροντες σοφοί
κι άρπες χρυσές του χάρισαν.
Τον έντυσαν στα κάτασπρα ίδια σαν Ξωτικό
και φώτα εφτά στείλαν μπροστά σαν κίνησε να πάει
στην Καλασίριαν τη γη, που ’ν’ έρημη, κρυμμένη.
Κι όταν σίμωσε κάποτε στ’ άχρονα τα παλάτια
εκεί που σβήνουν φωτεινά τ’ αμέτρητα τα χρόνια,
ο αθάνατος ο Βασιλιάς καθόταν στο θρονί του
ο Αρχαίος πάνω στο Ίλμαριν, στ’ απόκρημνο Βουνό.
Και λόγια ειπώθηκαν εκεί ανήκουστα κι ωραία
για των Ανθρώπων τη γενιά, των Ξωτικών τη φύτρα·
εκεί που ο κόσμος των θνητών σαν όραμα φαινόταν,
και όσοι κει πέρα ζούσανε, στη Μέση-Γη να πάνε
δεν ήτανε πια μπορετό μήτε επιτραμμένο.
Καράβι ολοκαίνουριο τα Ξωτικά του φτιάζαν,
από μιθρίλι δυνατό και ξωτικό γυαλί,
με πλώρη ολοφώτεινη, δίχως κουπιά και ξάρτια,
και στα κατάρτια τ’ ασημιά πανιά δεν εκρεμόνταν.
Κι επάνω πάνω στο άλμπουρον η Έλμπερθ του ψηλώνει
το Σιλμαλίρ σημαία, φωτιά, φλόγα λαμπρή, φανάρι
για να φωτάει τους ουρανούς για πάντα στους αιώνες.
Και του ’δωσε γερά φτερά κι αθάνατη ποινή
στους ουρανούς αδιάκοπα μονάχος να διαβαίνει
ακόλουθος του Φεγγαριού και του (εκ)λαμπρότατου Ήλιου..
Από τους λόφους τους ψηλούς της γης του Δειλινού,
που μαλακά χοροπηδούν δροσάτα σιντριβάνια,
τον ανυψώσαν τα φτερά, φως που πλανιέται πια
και πέρασε ψηλότερα κι απ’ το Βουνίσιο Τοίχο
κι απομακρύνθηκε γοργά απ’ του Σύμπαντος την Άκρη·
και πάντα την πατρίδα του να ξαναβρεί γυρεύει
από μακριά μες στις σκιές εκεί που ταξιδεύει,
καίγοντας άστρο μοναχό απ’ τις σκιές σα βγήκε,
μια φλόγα απόμακρη, μικρή μπροστά στο μέγαν Ήλιο,
θαύμα κι αστέρι φωτεινό, πριν να χαράξει η μέρα,
πάνω απ’ τις γκρίζες θάλασσες στη χώρα του Βοριά.
вернуться
13