Ο Γκάνταλφ ήρθε και στάθηκε στο πλευρό του Φρόντο, έβαλε το χέρι στα μάτια του και κοίταξε μακριά.
— Καλά πάμε. είπε. Έχουμε φτάσει στα σύνορα της χώρας που οι Άνθρωποι τη λένε Χόλιν· κολλά Ξωτικά ζούσαν εδώ σε μέρες πιο ευτυχισμένες, τότε που την έλεγαν Ερέγκιον. Αν υπολογίσουμε σε ίσια γραμμή, έχουμε κάνει σαράντα πέντε λεύγες, αν και τα πόδια μας έχουν κάνει πολύ περισσότερα μίλια. Και η γη και ο καιρός θα μαλακώσουν τώρα, αν κι αυτό μπορεί να ’ναι πιο επικίνδυνο.
— Επικίνδυνο ή όχι, εγώ θα χαρώ να δω μια αληθινή ανατολή του ήλιου, είπε ο Φρόντο, ρίχνοντας πίσω την κουκούλα του κι αφήνοντας το φως του πρωινού να πέσει στο πρόσωπό του.
— Τα βουνά όμως βρίσκονται μπροστά μας, είπε ο Πίπιν. Θα πρέπει να στρίψαμε ανατολικά τη νύχτα.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά μπορείς και βλέπεις πιο μακριά με το φως του ήλιου. Μετά απ’ αυτές τις κορφές τα βουνά γυρίζουν νοτιοδυτικά. Υπάρχουν πολλοί χάρτες στο σπίτι του Έλροντ, μα φαντάζομαι πως δε θα σου πέρασε καθόλου απ’ το νου να τους κοιτάξεις;
— Ναι. τους κοίταξα μερικές φορές, είπε ο Πίπιν, αλλά δεν τους θυμάμαι. Ο Φρόντο τα καταφέρνει καλύτερα σε κάτι τέτοια.
— Εγώ δε χρειάζομαι χάρτη, είπε ο Γκίμλι, που είχε πλησιάσει με το Λέγκολας και κοίταζε ίσια μπροστά μ’ ένα παράξενο φως στα βαθιά του μάτια. Εκεί πέρα βρίσκεται η χώρα που τον παλιό καιρό δούλευαν οι πρόγονοί μας κι έχουμε φτιάξει το ομοίωμα εκείνων των βουνών σε πολλά μας έργα από μέταλλο και πέτρα και τα έχουμε περιγράψει σε πολλά τραγούδια κι ιστορίες. Στέκονται ψηλά στα όνειρά μας: Μπαράζ. Ζιράκ, Σαθούρ.
» Μόνο μια φορά ακόμα τα ξανάχω δει από μακριά στ’ αλήθεια, αλλά τα ξέρω κι αυτά και τα ονόματά τους, γιατί από κάτω τους βρίσκεται το Καζάντ-ντουμ, το Ντάροουντελφ[14]. που τώρα λέγεται η Μαύρη Μίνα, η Μόρια στη γλώσσα των Ξοιτικών. Εκείνη η κορφή που στέκεται εκεί πέρα είναι ο Μπαραζανζιμπάρ, το Κόκκινο Κέρατο, ο ανελέητος Καράντρας· και μετά απ’ αυτήν είναι η Ασημοκορφή και η Συννεφοκορφή: Κελέμπτιλ ο Άσπρος και Φανουίντολ ο Σταχτής, που εμείς τις λέμε Ζιράκ-ζιγκίλ και Μπουντουσαθούρ.
» Σ’ εκείνο το μέρος τα Ομιχλιασμένα Βουνά χωρίζουν κι ανάμεσά τους απλώνεται μια βαθύσκια κοιλάδα, που εμείς δεν μπορούμε να ξεχάσουμε: η Αζανουλμπιζάρ, η Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα, που τα Ξωτικά τη λένε Ναντουχίριον.
— Για τη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα πάμε. είπε ο Γκάνταλφ. Αν μπορέσουμε ν’ ανεβούμε ως το πέρασμα, που το λένε η Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, και περάσουμε κάτω απ’ την άλλη πλευρά του Καράντρας, θα κατεβούμε κάτω απ’ τη Σκιοχείμαρρη Σκάλα στη βαθιά κοιλάδα των Νάνων. Εκεί βρίσκεται η Γυάλινη Λίμνη και οι παγωμένες πηγές του Ασημόφλεβου Ποταμού.
— Μαύρο είναι το νερό της Κέλεντ-ζάραμ, είπε ο Γκίμλι, και παγωμένες σι πηγές του Κίμπιλ-νάλα. Τρέμω απ’ τη συγκίνηση με τη σκέψη πως μπορεί να τα δω γρήγορα.
— Μακάρι να χαρείς που θα τα δεις, καλέ μου νάνε! είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά ό,τι κι αν κάνει, εμείς τουλάχιστο δεν μπορούμε να μείνουμε σ’ εκείνη την κοιλάδα. Πρέπει να κατεβούμε τον Ασημόφλεβο, να μπούμε στα κρυφά δάση κι έπειτα στο Μεγάλο Ποταμό κι έπειτα...
Σταμάτησε.
— Ναι. κι έπειτα πού; ρώτησε ο Μέρι.
— Στο τέρμα του ταξιδιού μας — τέλος, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά σχέδια για το μέλλον. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που η πρώτη φάση τέλειωσε χωρίς κινδύνους. Νομίζω πως πρέπει να ξεκουραστούμε εδώ, όχι μόνο τη μέρα αλλά και τη νύχτα. Ο αέρας του Χόλιν έχει κάτι πολύ υγιεινό μέσα του. Πρέπει να πέσει πολύ κακό σε μια χώρα, που κάποτε ζούσαν Ξωτικά, για να τα ξεχάσει τελείως.
Έτσι είναι, συμφώνησε ο Λέγκολας. Αλλά τα Ξωτικά αυτής της χώρας ήταν κάποιας φυλής ξένης σε μας, που ζούμε στα δάση, και τα δέντρα και το χορτάρι δεν τα θυμούνται τώρα πια. Τις πέτρες μόνο ακούω να τα θρηνούν: Βαθιά μας έσκαβαν, όμορφα μας πελεκούσαν, ψηλά μας έχτιζαν· έφυγαν όμως. Έφυγαν. Γύρεψαν τα Λιμάνια από πολύ παλιά.
Το πρωί εκείνο άναψαν φωτιά σε μια βαθιά λακκούβα που την έκρυβαν μεγάλοι θάμνοι από πουρνάρια και το δείπνο-πρωινό τους ήταν το πιο χαρούμενο από τότε που ξεκίνησαν. Δε βιάστηκαν να κοιμηθούν μετά, γιατί υπολόγιζαν πως θα είχαν κι όλη τη νύχτα για ύπνο και δε σκόπευαν να συνεχίσουν ξανά παρά το βράδυ της επόμενης μέρας. Ο Άραγκορν μονάχα ήταν σιωπηλός κι ανήσυχος. Σε λίγο άφησε την Ομάδα και πήγε στην κορφή της ράχης· εκεί στάθηκε στη σκιά ενός δέντρου και κοίταζε νότια και δυτικά, με το κεφάλι γυρισμένο λες κι άκουγε. Έπειτα ξαναγύρισε στην άκρη της μικρής κοιλάδας και κοίταζε κάτω τους άλλους που γελούσαν και κουβέντιαζαν.