Выбрать главу

Το πρωί. εκεί που άρχιζαν να μαζεύουν τα λιγοστά τους υπάρχοντα, ήρθαν Ξωτικά που μιλούσαν τη γλώσσα τους και τους έφεραν πολλά δώρα τροφής και ρουχισμού για το ταξίδι. Η τροφή ήταν κυρίως κάτι λεπτά κέικ, φτιαγμένα από “ζυμάρι που ήταν εξωτερικά ψημένο ώστε να ξανθίζει και μέσα είχε το χρώμα της κρέμας. Ο Γκίμλι πήρε ένα από τα κέικ και το κοίταξε δύσπιστα.

Κραμ, είπε χαμηλόφωνα, καθώς έσπασε μια καλοψημένη γωνία και τη μασούλησε.

Η έκφρασή του άλλαξε γρήγορα κι έφαγε όλο το υπόλοιπο κέικ με απόλαυση.

— Όχι άλλο, όχι άλλο! φώναξαν τα Ξωτικά γελώντας. Έχεις φάει κιόλας αρκετό για ν’ αντέξεις τη μακριά πορεία μιας μέρας.

— Νόμιζα πως ήταν κάποιο είδος κραμ, σαν κι αυτό που φτιάχνουν οι Άνθρωποι της Πόλης της Κοιλάδας όταν ταξιδεύουν σ’ ερημιές, είπε ο Νάνος.

— Τέτοιο είναι, απάντησαν. Αλλά εμείς το λέμε λέμπας ή ψωμί για το δρόμο· κι είναι πιο δυναμωτικό απ’ όλες τις τροφές που φτιάχνουν οι άνθρωποι κι είναι, σίγουρα, πολύ πιο νόστιμο απ’ το κραμ.

— Και βέβαια είναι, είπε ο Γκίμλι. Είναι καλύτερο κι απ’ τις μελόπιτες των Αρκιδών[15]· κι αυτό είναι μεγάλος έπαινος, γιατί οι Αρκίδες ψήνουν τις καλύτερες πίτες που ξέρω· και αυτόν τον καιρό δεν είναι πρόθυμοι να δίνουν απ’ τις πίτες τους στους ξένους. Είστε πολύ ευγενικοί οικοδεσπότες!

— Όπως και να ’χει το πράγμα, σας συμβουλεύουμε να κάνετε οικονομία σ’ αυτό το φαγητό, είπαν. Να τρώτε λίγο κάθε φορά και μόνο στην ανάγκη. Γιατί αυτά σας τα δίνουμε, για να τα χρησιμοποιείτε όταν δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Οι πίτες θα διατηρήσουν τη γλύκα τους για πολλές μέρες, αν δεν τις κόψετε κι αν δεν τους χαλάσετε το φυλλο-περιτύλιγμά τους, όπως σας τις φέραμε. Μια αρκεί για να στυλώσει έναν ταξιδιώτη για ολόκληρη μέρα, όσο κι αν κουραστεί, ακόμα κι έναν απ’ τους ψηλούς Ανθρώπους της Μίνας Τίριθ.

Ύστερα τα Ξωτικά ξεδίπλωσαν κι έδωσαν στον καθένα απ’ την Ομάδα τα ρούχα που είχαν φέρει. Για καθέναν είχαν ένα μανδύα με κουκούλα, φτιαγμένο στα μέτρα του. Ήταν από το ελαφρό αλλά ζεστό μεταξένιο ύφασμα που ύφαιναν οι Γκαλάντριμ. Δύσκολο να πεις τι χρώμα είχαν: φαίνονταν πως είναι γκρίζοι, το χρώμα του λυκόφωτος κάτω από τα δέντρα· κι όμως, όταν τους μετακινούσες ή τους έβαζες σε άλλο φως, γίνονταν πράσινοι σαν τα σκιερά φύλλα ή καφέ ανοιχτοί όπως τα χέρσα χωράφια τη νύχτα, ή ασημένιοι σαν το δειλινό όπως το νερό στην αστροφεγγιά.

— Είναι μαγικοί μανδύες; ρώτησε ο Πίπιν, κοιτάζοντάς τους με θαυμασμό.

— Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις μ’ αυτό, απάντησε ο αρχηγός των Ξωτικών. Είναι όμορφα ρούχα και το πανί είναι καλό, γιατί είναι υφασμένο εδώ. Είναι, βέβαια, ρούχα ξωτικά, αν αυτό εννοείς. Φύλλα και κλαδιά, νερά και πέτρες: έχουν το χρώμα όλων αυτών στο λυκόφως του Λόριεν που αγαπάμε· γιατί βάζουμε τη σκέψη όλων όσων αγαπάμε σε ό,τι κι αν φτιάχνουμε. Αλλά είναι ρούχα, δεν είναι πανοπλίες, δε θα σας φυλάξουν από βέλος ή σπαθί. Θα σας εξυπηρετήσουν όμως πολύ: είναι ελαφρά και ζεστά ή δροσερά ανάλογα με την περίπτωση. Και θα σας βοηθήσουν πολύ να μείνετε κρυμμένοι από μάτια εχθρικά, είτε βαδίζετε ανάμεσα σε βράχους, είτε σε δέντρα. Και αλήθεια, βρίσκεστε πολύ ψηλά στην εκτίμηση της Κυράς! Γιατί αυτή κι οι κοπέλες της ακολουθίας της ύφαναν το ύφασμα· και ποτέ ως τώρα δεν ντύσαμε ξένους με τα δικά μας ρούχα.

Μετά το πρωινό τους φαγητό η Ομάδα αποχαιρέτισε την πράσινη πρασιά του σιντριβανιού. Η καρδιά τους ήταν βαριά, γιατί ήταν ωραίο μέρος και το είχαν νιώσει σαν το σπιτικό τους, αν και δεν μπορούσαν να μετρήσουν τα μερόνυχτα που είχαν περάσει εκεί. Όπως στέκονταν για μια στιγμή κοιτάζοντας το άσπρο νερό στο φως του ήλιου, φάνηκε ο Χάλντιρ να έρχεται περπατώντας στο πράσινο χορτάρι του ξέφωτου. Ο Φρόντο τον χαιρέτισε όλος χαρά.

— Έρχομαι απ’ τα Βορινά Περιφράγματα, είπε το Ξωτικό, και με στέλνουν να γίνω πάλι οδηγός σας. Η Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα είναι γεμάτη ατμούς και σύννεφα καπνού και τα βουνά είναι ταραγμένα. Ακούγονται φωνές από τα βάθη της γης. Αν είχατε σκεφτεί να γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας απ’ το Βοριά, δε θα μπορούσατε να περάσετε από κει. Ελάτε όμως! Ο δικός σας δρόμος τώρα πάει νότια.

Καθώς περπατούσαν στο Κάρας Γκαλάντον, οι πράσινοι δρόμοι ήταν άδειοι· αλλά στα δέντρα από πάνω τους πολλές φωνές μουρμούριζαν και τραγουδούσαν. Οι ίδιοι προχωρούσαν σιωπηλά. Τέλος, με το Χάλντιρ οδηγό, κατηφόρισαν τις νότιες πλαγιές του λόφου κι έφτασαν πάλι στη μεγάλη πύλη με τα κρεμαστά φανάρια και την άσπρη γέφυρα· κι έτσι βγήκαν έξω κι άφησαν την πόλη των Ξωτικών. Έπειτα βγήκαν απ’ το στρωμένο δρόμο και πήραν ένα μονοπάτι που έμπαινε σε μια πυκνή συστάδα από δέντρα μάλορν και προχωρούσε στριφογυρίζοντας μέσ’ από κυματιστές δασωμένες περιοχές μ’ ασημένιους ίσκιους, κατηφορίζοντας συνέχεια νοτιοανατολικά προς τις ακτές του Ποταμού.

вернуться

15

Αρκίδες = Απόγονοι του Άρκου.