Ο Φρόντο είπε πολλές ιστορίες, όμως πάντοτε απόφευγε να πλησιάσει το λόγο της αποστολής της Ομάδας και του Δαχτυλιδιού, προτιμώντας να μιλάει περισσότερο για το γενναίο ρόλο που είχε παίξει ο Μπορομίρ σ’ όλες τους τις περιπέτειες, με τους λύκους στην ερημιά, στα χιόνια του Καράντρας και στα ορυχεία της Μόρια που έπεσε ο Γκάνταλφ. Πιο πολύ ο Φαραμίρ συγκινήθηκε με την ιστορία της μονομαχίας στη γέφυρα.
— Θα πρέπει να ενοχλούσε τον Μπορομίρ να τρέχει για να ξεφύγει από τους Ορκ, είπε, ή κι απ’ αυτό ακόμα το απαίσιο ον που λες, τον Μπάρλονγκ — ακόμα κι αν ήταν ο τελευταίος που έφυγε.
Ήταν ο τελευταίος, είπε ο Φρόντο, αλλά ο Άραγκορν αναγκάστηκε να μπει επικεφαλής μας. Μόνο αυτός ήξερε το δρόμο μετά την πτώση του Γκάνταλφ. Αλλά αν δεν είχε εμάς τους μικρότερους να φροντίσει, νομίζω πως ούτε αυτός ούτε ο Μπορομίρ θα είχαν φύγει.
Ίσως να ήταν καλύτερα να είχε πέσει ο Μπορομίρ εκεί με τον Μιθραντίρ, είπε ο Φαραμίρ, και να μην είχε πάει να βρει τη μοίρα που τον περίμενε στους καταρράκτες του Ράουρος.
— Ίσως. Αλλά πες μου τώρα για τις δικές σας περιπέτειες, είπε ο Φρόντο, παραμερίζοντας ξανά την υπόθεση. Γιατί θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τη Μίνας Ίθιλ και την Οσγκίλιαθ και τη Μίνας Τίριθ που τόσα χρόνια κρατά. Τι ελπίδες έχετε γι’ αυτή την πόλη στο μακρόχρονό σας πόλεμο;
— Τι ελπίδες να ’χουμε; είπε ο Φαραμίρ. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έσβησε κι η τελευταία μας ελπίδα. Το σπαθί του Έλεντιλ, αν γυρίσει πραγματικά, μπορεί να την ξαναζωντανέψει, αλλά δε νομίζω πως θα καταφέρει τίποτα περισσότερο εκτός από το να αναβάλει την κακιά μέρα, εκτός κι αν έρθει άλλη βοήθεια απρόσμενη, απ’ τα Ξωτικά ή τους Ανθρώπους. Γιατί ο Εχθρός αυξάνεται κι εμείς ελαττωνόμαστε. Είμαστε ένας λαός που φθίνει, φθινόπωρο δίχως άνοιξη.
»Οι Άνθρωποι του Νούμενορ εγκαταστάθηκαν σε μεγάλη έκταση στις ακτές και στις παραθαλάσσιες περιοχές των Μεγάλων Εκτάσεων[8], αλλά μάλλον ξέπεσαν στο κακό και στην αφροσύνη. Πολλοί αγάπησαν το Σκοτάδι και τη μαύρη μαγεία· άλλοι παραδόθηκαν ολόψυχα στην αδράνεια και στην καλοπέραση κι άλλοι άρχισαν τους εμφύλιους πολέμους, ώσπου αποδυναμώθηκαν και άγριες φυλές τούς κατάκτησαν.
»Δεν αναφέρεται πουθενά πως ασκήθηκε στην Γκόντορ η μαύρη μαγεία, ούτε πως ο Ακατονόμαστος τιμήθηκε ποτέ εκεί· και η αρχαία σοφία και η ομορφιά που είχαν έρθει από τη Δύση έμειναν για πολύν καιρό στο βασίλειο των γιων του Έλεντιλ του Ωραίου, και παραμένουν ακόμα. Παρ’ όλα αυτά όμως, η ίδια η Γκόντορ έφθειρε τον εαυτό της και ξεμωραινόταν σιγά σιγά, νομίζοντας πως ο Εχθρός κοιμόταν, ενώ απλώς είχε εξοριστεί χωρίς να αφανιστεί.
»Ο θάνατος ήταν πανταχού παρών, γιατί οι Νουμενόριαν εξακολουθούσαν ακόμα, όπως και στο παλιό τους βασίλειο, κι έτσι το ’χασαν, να ποθούν την αιώνια ζωή, απαράλλακτη. Οι βασιλιάδες κατασκεύαζαν μαυσωλεία πιο μεγαλόπρεπα από τα σπίτια των ζωντανών και θεωρούσαν τα αρχαία ονόματα στους καταλόγους των προγόνων τους σπουδαιότερα απ’ τα ονόματα των γιων τους. Άτεκνοι άρχοντες κάθονταν σε παλιά αρχοντικά και αναπολούσαν τη γενεαλογία τους· σε μυστικά διαμερίσματα καταζαρωμένοι γέροντες έφτιαχναν δυνατά ελιξίρια ή σε ψηλούς παγωμένους πύργους γύρευαν απαντήσεις απ’ τ’ αστέρια. Και ο τελευταίος βασιλιάς της γενιάς του Ανάριον δεν είχε διάδοχο.
»Οι Επίτροποι όμως ήταν σοφότεροι και πιο τυχεροί. Σοφότεροι, γιατί στρατολογούσαν τη δύναμη του λαού μας απ’ τους γεροδεμένους κατοίκους των ακτών και από τους σκληραγωγημένους βουνίσιους των Έρεντ Νίμρες. Κι έκαναν ανακωχή με τους περήφανους λαούς του Βορρά, που συχνά μας είχαν επιτεθεί, άντρες άγριοι και γενναίοι, που όμως ήταν της ίδιας γενιάς μ’ εμάς, έστω και μακρινής, αντίθετα από τους άγριους Ανατολίτες ή τους σκληρούς Χαράντριμ.
»Έτσι συνέβη, στον καιρό του Κίριον του Δωδέκατου Επιτρόπου (κι ο πατέρας μου είναι ο εικοστός έκτος), αυτοί να στείλουν ιππικό να μας βοηθήσουν και στο μεγάλο Πεδίο του Σέλεμπραντ αφάνισαν τους εχθρούς μας που είχαν καταλάβει τις βορινές μας επαρχίες. Αυτοί είναι οι Ροχίριμ, όπως τους ονομάζουμε, που έχουν άλογα, κι εμείς τους παραχωρήσαμε τις πεδιάδες του Καλενάρντον, που από τότε λέγονται Ρόαν γιατί εκείνη η επαρχία ήταν για πολύν καιρό αραιοκατοικημένη. Κι έγιναν σύμμαχοι μας και πάντοτε αποδείχτηκαν αληθινοί σε μας, βοηθώντας μας στην ανάγκη και φρουρώντας τις βόρειες παραμεθόριες περιοχές μας και το Άνοιγμα του Ρόαν.
» Έχουν μάθει αρκετά από τις συνήθειες και τις παραδόσεις μας και οι άρχοντές τους μιλάνε τη γλώσσα μας όταν χρειαστεί· βασικά όμως κρατούν τις συνήθειες των προγόνων τους και τις δικές τους παραδόσεις και μεταξύ τους μιλούν τη δική τους Βορινή διάλεκτο. Και εμείς τους αγαπούμε — ψηλόκορμοι άντρες και όμορφες γυναίκες, κι οι δυο το ίδιοι γενναίοι, χρυσόμαλλοι, με μάτια αστραφτερά και δυνατοί· μας θυμίζουν τη νιότη των Ανθρώπων, όπως ήταν τις Μέρες τις Παλιές. Και λέγεται μάλιστα από τους σοφούς μας, πως έχουν από παλιά αυτή τη σι γένεια με μας κι ότι κατάγονται από τους ίδιους Τρεις Οίκους των Ανθρώπων όπως οι Νουμενόριαν στις αρχές τους· ίσως όχι από το Χάντο τον Χρυσόμαλλο, τον Φίλο των Ξωτικών, αλλά από τους γιους και τους ανθρώπους τους που δεν πήγαν στη Δύση πάνω απ’ τη θάλασσα, που απαρνήθηκαν το κάλεσμα.