Выбрать главу

Τέλος, βγήκαν απ’ το πέτρινο σκοτάδι και κοίταξαν ολόγυρα. Βρίσκονταν σ’ έναν πλατύ επίπεδο βράχο χωρίς κάγκελα ή στηθαίο. Στα δεξιά τους, ανατολικά, κατρακυλούσε το νερό, παφλάζοντας, πέφτοντας πάνω από πολλά μεγάλα σκαλοπάτια κι ύστερα έπεφτε κατακόρυφα, γέμιζε ένα καλοπελεκημένο αυλάκι με τη σκοτεινή δύναμη του νερού που άφριζε και στριφογύριζε ορμητικά σχεδόν ως τα πόδια τους, βουτώντας κατακόρυφα στο κενό που έχασκε αριστερά τους. Εκεί στεκόταν ένας άντρας, κοντά στην άκρη, σιωπηλός, κοιτάζοντας κάτω.

Ο Φρόντο γύρισε και κοίταξε τις γυαλιστερές στήλες των νερών καθώς καμπύλωναν και βουτούσαν. Ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε μακριά. Ο κόσμος ήταν ήσυχος και παγωμένος, λες κι η αυγή να ήταν κοντά. Μακριά στη Δύση η πανσέληνος έδυε, άσπρη και στρογγυλή. Χλωμή ομίχλη λαμπύριζε στη μεγάλη κοιλάδα κάτω -ένας πλατύς κόλπος ασημένιας αχνάδας, που κάτωθέ της κυλούσαν τα δροσερά νυχτερινά νερά του Άντουιν. Πιο πέρα υψωνόταν μια μαύρη σκοτεινιά και μέσα της γυάλιζαν, εδώ κι εκεί, παγωμένες, μυτερές κι απόμακρες, λευκές σαν τα δόντια φαντασμάτων, οι κορφές των Έρεντ Νίμρες, των Άσπρων Βουνών του Βασιλείου της Γκόντορ, ακροστολισμένες μ’ άλιωτο χιόνι.

Για λίγη ώρα ο Φρόντο στάθηκε εκεί στον ψηλό βράχο κι ένα ρίγος τον διαπέρασε κι αναρωτήθηκε αν, κάπου στην απεραντοσύνη της νυχτωμένης γης, οι παλιοί του σύντροφοι βάδιζαν ή κοιμόνταν ή κείτονταν νεκροί σαβανωμένοι στην ομίχλη. Γιατί τον έφεραν εδώ, βγάζοντάς τον από τον ύπνο της λησμονιάς;

Ο Σαμ βιαζόταν να πάρει απάντηση στην ίδια ερώτηση και δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη μουρμουρίσει, για τ’ αυτιά του κυρίου του μόνο, όπως νόμιζε.

— Η θέα είναι υπέροχη, το δίχως άλλο, κύριε Φρόντο, αλλά παγώνει την καρδιά, για να μην πω τα κόκαλα! Τι τρέχει;

Ο Φαραμίρ άκουσε κι απάντησε:

— Φεγγαροβασίλεμα πάνω από την Γκόντορ. Η ωραία Ίθιλ[9], καθώς φεύγει από τη Μέση-Γη, ρίχνει το βλέμμα της στις λευκές μπούκλες του γερο-Μιντολούιν. Αξίζει μερικές ανατριχίλες. Αλλά δεν είναι αυτό που σας έφερα να δείτε — αν κι εσένα, Σάμγουάιζ, δε σ’ έφερα, και τώρα πληρώνεις την υπερβολική σου αφοσίωση. Μια γουλιά κρασί θα σε συνεφέρει. Ελάτε, κοιτάξτε τώρα!

Πήγε δίπλα στο σιωπηλό φρουρό στη σκοτεινή άκρη κι ο Φρόντο ακολούθησε. Ο Σαμ έμεινε πίσω. Ένιωθε κιόλας αρκετά ανασφαλής σ’ αυτό το ψηλό βρεγμένο πλάτωμα. Ο Φαραμίρ κι ο Φρόντο κοίταξαν κάτω. Χαμηλά κάτωθέ τους είδαν τ’ άσπρα νερά να χύνονται σε μια αφρισμένη λεκάνη, και ύστερα να περιδινίζονται σκοτεινά σε μια βαθιά οβάλ λίμνη ανάμεσα στα βράχια, ώσπου να βρουν πάλι διέξοδο από μια στενή πύλη και να ξεχυθούν αφρίζοντας και φλυαρώντας, σε πιο ήρεμη κι επίπεδη κοίτη. Το φως του φεγγαριού έπεφτε ακόμα λοξά στο κάτω μέρος του καταρράκτη και γυάλιζε στα κυματάκια της λίμνης. Σε λίγο ο Φρόντο πήρε είδηση ένα μικρό μαύρο πλάσμα στην από δω όχθη, αλλά, ενώ το κοίταζε, αυτό βούτηξε και χάθηκε ακριβώς στην άκρη που έβραζε και φουσκάλιαζε ο καταρράκτης, σκίζοντας το μαύρο νερό τόσο εύστοχα, όσο ένα βέλος ή μια λοξοριγμένη πέτρα.

Ο Φαραμίρ στράφηκε στον άντρα στο πλευρό του:

— Τώρα, τι θα ’λεγες πως είναι αυτό, Άνμπορν; Σκίουρος ή ψαροπούλι; Υπάρχουν μαύρα ψαροπούλια στις νυχτο-λίμνες του Δάσους της Σκοτεινιάς;

— Ό,τι κι αν είναι, πάντως πουλί δεν είναι, απάντησε ο Άνμπορν. Έχει τέσσερα άκρα και βουτάει σαν άνθρωπος· και μάλιστα δείχνει μεγάλη δεξιοτεχνία. Τι γυρεύει; Ψάχνει να βρει τρόπο να περάσει πίσω απ’ την Κουρτίνα στην κρυψώνα μας; Μου φαίνεται πως μας έχουν ανακαλύψει πια. Έχω εδώ το τόξο μου κι έχω τοποθετήσει κι άλλους τοξότες, σχεδόν τόσο καλούς στο σημάδι, όσο κι εγώ, και στις δυο όχθες. Περιμένουμε μόνο το πρόσταγμά σου για να ρίξουμε, Καπετάνιε.

— Να ρίξουμε; είπε ο Φαραμίρ, γυρίζοντας γρήγορα στο Φρόντο. Ο Φρόντο δεν απάντησε για μια στιγμή. Ύστερα «Όχι!» είπε.

«Όχι! Μη, σας παρακαλώ.»

Ο Σαμ, αν τολμούσε, θα είχε πει «Ναι», γρηγορότερα και πιο δυνατά. Δεν μπορούσε να δει, αλλά μάντευε πολύ καλά από τα λόγια τους τι κοίταζαν.

— Ώστε, λοιπόν, ξέρεις τι είναι αυτό το πλάσμα; είπε ο Φαραμίρ. Έλα, τώρα που είδες, πες μου γιατί πρέπει να του χαρίσουμε τη ζωή. Σε όλες μας τις κουβέντες μαζί δε μου μίλησες ούτε μια φορά για τον περιπλανώμενο σύντροφό σου κι εγώ τον άφησα για την ώρα. Μπορούσε να περιμένει ώσπου να τον πιάσουν και να τον φέρουν μπροστά μου. Έστειλα τους πιο αετομάτηδες κυνηγούς μου να τον αναζητήσουν, αλλά τους ξέφυγε και δεν τον ξανάδαν μέχρι τώρα, εκτός από τον Άνμπορν εδώ, που τον είδε χτες το βράδυ. Αλλά τώρα έχει κάνει μεγαλύτερη παράβαση απ’ το να πιάνει λαγούς στα ψηλώματα: έχει τολμήσει να έρθει στο Χένεθ Άνουν με τίμημα το κεφάλι του. Απορώ μ’ αυτό το πλάσμα· τόσο κρυφό και παμπόνηρο που είναι, να έρθει να παίζει στη λίμνη μπροστά στο παράθυρό μας. Νομίζει πως οι άνθρωποι κοιμούνται δίχως φρουρούς τη νύχτα; Γιατί φέρνεται έτσι;

вернуться

9

Η Σελήνη. (Σημ. Μετ.)