Выбрать главу

— Εμείς συνήθως πλαγιάζουμε για να κοιμηθούμε, είπε ο Μέρι. Είμαστε πολύ καλά εδώ που βρισκόμαστε.

— Πλαγιάζετε για ύπνο! είπε ο Δεντρογένης. Α, ναι, φυσικά! Χμ, χουμ· το ξέχασα· το τραγούδι που είπα μου θύμισε τα παλιά· σχεδόν νόμισα πως μιλούσα σε μικρούς Έντινγκ, ναι. Λοιπόν, πλαγιάστε στο κρεβάτι. Εγώ θα σταθώ στη βροχή. Καληνύχτα!

Ο Μέρι και ο Πίπιν σκαρφάλωσαν στο κρεβάτι και κουλουριάστηκαν ανάμεσα στα μαλακά χόρτα και στις φτέρες. Ήταν φρέσκα, μυρωδάτα και ζεστά. Τα φώτα έσβησαν και η φεγγοβολιά των δέντρων ξεθώριασε· αλλά έξω, κάτω από την καμάρα, μπορούσαν να δουν το γερο-Δεντρογένη να στέκεται ακίνητος, με τα χέρια σηκωμένα πάνω απ’ το κεφάλι του. Τα λαμπερά αστέρια κοίταζαν περίεργα από τον ουρανό και φώτιζαν το νερό που ’πεφτε στα δάχτυλά του και στο κεφάλι κι έσταζε, έσταζε μ’ εκατοντάδες ασημένιες σταγόνες στα πόδια του. Οι χόμπιτ αποκοιμήθηκαν ακούγοντας τις σταγόνες να πέφτουν ηχώντας σαν καμπανούλες.

Ξύπνησαν και βρήκαν ένα δροσερό ήλιο να λάμπει στη μεγάλη αυλή και στο δάπεδο του κοιλώματος. Κουρελιασμένα σύννεφα ψηλά ταξίδευαν στο δυνατό ανατολικό άνεμο. Ο Δεντρογένης δε φαινόταν πουθενά· αλλά την ώρα που ο Μέρι και ο Πίπιν έκαναν το μπάνιο τους στη γούρνα πλάι στην καμάρα, τον άκουσαν να μουρμουρίζει και να τραγουδά, καθώς ανηφόριζε το μονοπάτι ανάμεσα απ’ τα δέντρα.

— Χου, χο! Καλημέρα, Μέρι και Πίπιν! βροντοφώνησε, όταν τους είδε. Κοιμάστε πολύ. Εγώ έχω κάνει κιόλας πολλές εκατοντάδες βήματα σήμερα. Τώρα θα πιούμε κάτι και θα πάμε στην Έντμουτ.

Τους γέμισε δυο κούπες από ένα πέτρινο πιθάρι διαφορετικό απ’ το χθεσινό. Η γεύση δεν ήταν η ίδια, όπως το προηγούμενο βράδυ: ήταν πιο γήινη και πλούσια, πιο δυναμωτική και πιο όμοια με φαγητό, θα λέγαμε. Ενώ οι χόμπιτ έπιναν, καθισμένοι στην άκρη του κρεβατιού και μασουλούσαν μικρά κομματάκια από το κέικ των Ξωτικών (πιο πολύ γιατί η στερεά τροφή αποτελούσε αναγκαίο μέρος του πρωινού τους, παρά γιατί ένιωθαν πείνα), ο Δεντρογένης στεκόταν, μουρμουρίζοντας στα Εντικά ή στα Ξωτικά ή σε κάποια παράξενη γλώσσα και κοίταζε ψηλά τον ουρανό.

— Πού είναι η Έντμουτ; αποτόλμησε να ρωτήσει ο Πίπιν.

— Χου, ε; Έντμουτ; είπε ο Δεντρογένης γυρίζοντας. Δεν είναι μέρος, είναι η συνέλευση των Εντ — που τώρα δε γίνεται συχνά. Αλλά κατάφερα να μου υποσχεθούν αρκετοί πως θα ’ρθουν. Θα συναντηθούμε στο μέρος που πάντα συναντιόμαστε: «Κρύφιμος νάπη[3]» ονομάζεται από τους Ανθρώπους. Είναι πέρα νότια από δω. Πρέπει να βρισκόμαστε εκεί πριν το μεσημέρι.

Σε λίγο ξεκίνησαν. Ο Δεντρογένης κουβαλούσε τους χόμπιτ στα χέρια του, όπως και την προηγούμενη μέρα. Στην είσοδο της αυλής έστριψε δεξιά, δρασκέλισε το ποταμάκι και τράβηξε νότια ακολουθώντας στα ριζά μεγάλες ανώμαλες πλαγιές με λιγοστά δέντρα. Ψηλότερα οι χόμπιτ είδαν συστάδες από σημύδες και σουρβιές και πιο ψηλά σκουρόχρωμα ανηφορικά πευκοδάση. Γρήγορα ο Δεντρογένης απομακρύνθηκε από τους λόφους και μπήκε σε βαθιά σύδεντρα, που τα δέντρα ήταν μεγαλύτερα, ψηλότερα και πυκνότερα απ’ ό,τι είχαν δει ως τώρα οι χόμπιτ. Για λίγη ώρα ένιωσαν ανεπαίσθητα το πνιγερό αίσθημα που είχαν αντιληφθεί όταν πρωτομπήκαν στο Φάνγκορν, αλλά γρήγορα πέρασε. Ο Δεντρογένης δεν τους μιλούσε. Μουρμούριζε μοναχός του βαθιά και σκεφτικά, αλλά ο Μέρι και ο Πίπιν δεν ξεδιάλυναν καμιά λέξη: ακουγόταν σαν μπουμ, μπουμ ρονμπούμ, μπούμα μπουμ, μπουμ, ντάρα μπουμ, μπουμ, ντάρα μπουμ, συνέχεια με μια σταθερή αλλαγή νότας και ρυθμού. Πότε πότε τους φαινόταν πως άκουγαν απάντηση, ένα μουρμουρητό ή κάποιο τρεμούλιασμα ήχου, που λες κι έβγαινε από τη γη ή από τα κλαδιά πάνω απ’ τα κεφάλια τους ή ίσως απ’ τους κορμούς των δέντρων αλλά ο Δεντρογένης ούτε σταματούσε ούτε έστριβε το κεφάλι του δεξιά ή αριστερά.

Προχωρούσαν πολλή ώρα — ο Πίπιν είχε προσπαθήσει να μετρήσει τα «βήματα-Εντ», αλλά δεν τα είχε καταφέρει, έχασε το μέτρημα στις τρεις χιλιάδες -, όταν ο Δεντρογένης άρχισε να κόβει το βήμα του. Ξαφνικά σταμάτησε, ακούμπησε χάμω τους χόμπιτ και σήκωσε τις κυρτωμένες του παλάμες στο στόμα του έτσι που σχημάτισαν έναν κούφιο σωλήνα· ύστερα φύσηξε ή φώναξε από μέσα. Ένα δυνατό χουμ, χομ αντήχησε σαν βαθύστομο βούκινο στα δάση και φάνηκε ν’ αντιλαλεί στα δέντρα. Από μακριά κι από διαφορετικά σημεία ακούστηκαν παρόμοια χουμ, χομ, χουμ, που δεν ήταν αντίλαλος αλλά απάντηση.

Ο Δεντρογένης απίθωσε τώρα το Μέρι και τον Πίπιν στους ώμους του και ξεκίνησε πάλι, ενώ κάθε τόσο έστελνε κι άλλο σάλπισμα και κάθε φορά οι απαντήσεις έρχονταν δυνατότερες και πιο κοντινές. Μ’ αυτόν τον τρόπο έφτασαν τέλος σε κάτι που ’μοιαζε αδιαπέραστος τοίχος από σκοτεινά αειθαλή δέντρα, δέντρα κάποιου είδους που οι χόμπιτ δεν είχαν ξαναδεί: άπλωναν κλαδιά από χαμηλά, απ’ τις ρίζες, κι ήταν πυκνοντυμένα με σκούρα γυαλιστερά φύλλα, σαν πουρνάρια δίχως αγκάθια, και ξεπέταγαν πολλές σκληρές όρθιες ακίδες με μεγάλα γυαλιστερά λαδόχρωμα μπουμπούκια.

вернуться

3

Κρύφιμος νάπη: κρυφή δασώσης κοιλάδα. (Σημ. Μετ.)