— Είναι πολύ μεγάλη απόσταση με τα πόδια είτε για νέο είτε για γέρο, είπε ο Άραγκορν. Πολύ φοβάμαι πως η μάχη θα ’χει τελειώσει πολύ πριν φτάσω εκεί.
— Θα δούμε, θα δούμε, είπε ο Γκάνταλφ. Θα ’ρθείτε τώρα μαζί μου;
— Ναι, θα ξεκινήσουμε μαζί, είπε ο Άραγκορν. Αλλά δεν αμφιβάλλω πως μπορείς να πας εκεί πριν από μένα, αν το θελήσεις.
Σηκώθηκε και κοίταξε πολλή ώρα τον Γκάνταλφ. Οι άλλοι τούς παρακολουθούσαν σιωπηλά, έτσι όπως στέκονταν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Η γκρίζα μορφή του Ανθρώπου, του Άραγκορν γιου του Άραθορν, ήταν ψηλή και αυστηρή, πέτρινη λες, το χέρι του πάνω στη λαβή του σπαθιού του· έμοιαζε σαν να ήταν κάποιος βασιλιάς που είχε έρθει μέσα από τις ομίχλες της θάλασσας και είχε αποβιβαστεί στις ακτές κατώτερων ανθρώπων. Μπροστά του καμπούριαζε η γέρικη μορφή, άσπρη, λαμπερή τώρα, λες κι είχε ανάψει μέσα της κάποιο φως, σκυφτή, φορτωμένη χρόνους, που κρατούσε όμως μια δύναμη πέρα απ’ τη δύναμη των βασιλιάδων.
— Δεν είπα αλήθεια, Γκάνταλφ, είπε τέλος ο Άραγκορν, πως μπορείς να πας όπου θέλεις γρηγορότερα από μένα; Και θα προσθέσω αυτό ακόμα: εσύ είσαι ο αρχηγός μας και η σημαία μας. Ο Μαύρος Άρχοντας έχει Εννέα. Αλλά εμείς έχουμε Έναν, πιο δυνατόν απ’ αυτούς: τον Άσπρο Καβαλάρη. Έχει περάσει απ’ τη φωτιά κι από την άβυσσο κι αυτοί θα τον φοβούνται. Εμείς θα πάμε όπου μας οδηγήσει.
— Ναι, μαζί θα σ’ ακολουθήσουμε, είπε ο Λέγκολας. Αλλά πρώτα, θα μου ξαλάφρωνε την καρδιά, Γκάνταλφ, αν μάθαινα τι έγινε στη Μόρια. Δε θα μας πεις; Δεν μπορείς να σταθείς ούτε για να πεις στους φίλους σου πώς σώθηκες;
— Έχω κιόλας σταθεί πάρα πολύ, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ο καιρός είναι λίγος. Αλλά κι αν ακόμα είχαμε έναν ολόκληρο χρόνο, δε θα σας τα έλεγα όλα.
— Τότε, πες μας ό,τι θέλεις κι όσο μας επιτρέπει ο χρόνος! είπε ο Γκίμλι. Έλα, Γκάνταλφ, πες μας πώς τα πήγες με τον Μπάρλονγκ!
— Μην ξεστομίζεις τ’ όνομά του! είπε ο Γκάνταλφ και για μια στιγμή φάνηκε ένα σύννεφο πόνου να περνάει απ’ το πρόσωπό του και κάθισε σιωπηλός κι έμοιαζε γέρος σαν το θάνατο. Έπεφτα πολλή ώρα. είπε τέλος, αργά, λες και θυμόταν με δυσκολία. Έπεφτα πολλή ώρα κι αυτός μαζί μου. Η φωτιά του μ’ έζωνε. Καιγόμουν. Ύστερα πέσαμε στο βαθύ νερό κι όλα ήταν σκοτεινά. Ήταν κρύο σαν θάνατος, σχεδόν πάγωσε την καρδιά μου.
— Βαθιά είναι η άβυσσος κάτω απ’ τη Γέφυρα του Ντούριν και κανείς δεν την έχει μετρήσει, είπε ο Γκίμλι.
— Όμως έχει πάτο, πέρα απ’ το φως και τη γνώση, είπε ο Γκάνταλφ. Τέλος, έφτασα εκεί, στα κατώτατα θεμέλια της πέτρας. Αυτός ήταν ακόμα μαζί μου. Η φωτιά του είχε σβήσει, τώρα όμως ήταν ένα γλοιώδες ον, πιο δυνατό κι από φίδι που σε πνίγει.
«Πολεμήσαμε κάτω από τη ζωντανή γη, εκεί που δε μετράει η ώρα. Συνέχεια μ’ έσφιγγε και συνέχεια τον έκοβα με το σπαθί μου, ώσπου τέλος έτρεξε να φύγει σε σκοτεινές στοές. Δεν ήταν φτιαγμένες απ’ το λαό του Ντούριν, Γκίμλι γιε του Γκλόιν. Μακριά κάτω, πιο κάτω κι απ’ τις βαθύτερες στοές των Νάνων, ροκανίζουν τον κόσμο ακατονόμαστα όντα. Ακόμα και ο Σόρον δεν τα ξέρει. Είναι πιο παλιά απ’ αυτόν. Εγώ πέρασα από κει, αλλά δε θα τα περιγράψω για να σκοτεινιάσω το φως της μέρας. Σ’ εκείνη την απελπισία ο εχθρός μου ήταν η μοναδική μου ελπίδα και τον ακολουθούσα γαντζωμένος στη φτέρνα του. Έτσι μ’ έφερε πίσω τέλος στα κρυφά περάσματα του Καζάντ-ντουμ, που όλα τα ’ξερε απέξω κι ανακατωτά. Όλο κι ανεβαίναμε, ώσπου φτάσαμε στην Ατέλειωτη Σκάλα.
— Είναι χαμένη εδώ και πολύν καιρό, είπε ο Γκίμλι. Πολλοί λένε πως δε φτιάχτηκε ποτέ έξω από τους θρύλους, αλλά όλοι λένε πως καταστράφηκε.
— Φτιάχτηκε και δεν είχε καταστραφεί, είπε ο Γκάνταλφ. Απ’ το χαμηλότερο μπουντρούμι ως την ψηλότερη κορφή έφτανε, ανεβαίνοντας αδιάκοπα, στριφογυρίζοντας πολλές χιλιάδες σκαλοπάτια, ώσπου τέλος μας έβγαλε στον Πύργο Ντούριν, σκαμμένο στο ζωντανό βράχο του Ζιρακζιγκίλ, της μύτης της Ασημοκορφής.
»Εκεί πάνω στην Κελέμπντιλ[4] υπήρχε ένα μοναχικό παράθυρο στο χιόνι και μπροστά του απλωνόταν ένας στενός χώρος, μια αετοφωλιά που προκαλούσε ίλιγγο, ψηλότερα από τις ομίχλες του κόσμου. Ο ήλιος έκαιγε κει, αλλά όλα κάτω ήταν τυλιγμένα στα σύννεφα. Πετάχτηκε έξω, κι όπως βγήκα ξοπίσω του, άναψε με καινούρια φλόγα. Δεν ήταν κανείς για να δει, αλλιώς στους κατοπινούς καιρούς θα τραγουδούσαν ακόμα τη Μονομαχία της Κορφής. Ξαφνικά ο Γκάνταλφ γέλασε. Τι θα ’λεγαν, όμως, στο τραγούδι; Εκείνοι που κοίταζαν από μακριά νόμιζαν πως καταιγίδα στεφάνωνε το Βουνό. Άκουγαν βροντές κι αστραπές, είπαν, χτυπούσαν την Κελέμπντιλ κι αναπηδούσαν πίσω κομματιασμένες σε γλώσσες φωτιάς. Αυτό δεν είναι αρκετό; Πολύς καπνός σηκώθηκε γύρω μας κι ατμοί. Ο πάγος έπεφτε σαν βροχή. Έριξα κάτω τον εχθρό μου κι έπεσε από ψηλά και κομμάτιασε τη βουνοπλαγιά στο μέρος που τη χτύπησε την ώρα που αφανιζόταν. Ύστερα με τύλιξε σκοτάδι και πλανήθηκα έξω από το νου κι από το χρόνο και ταξίδεψα μακριά σε δρόμους που δε θα μιλήσω γι’ αυτούς.
4
Celebdiclass="underline" Ασημοκορφή. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσαν τα Ξωτικά.