Στα ριζά του τειχισμένου λόφου ο δρόμος περνούσε κάτω από τη σκιά πολλών τύμβων, ψηλών και καταπράσινων. Στις δυτικές πλευρές τους το γρασίδι ήταν άσπρο σαν χιονισμένο· μικρά λουλουδάκια ξεπετάγονταν εκεί σαν αμέτρητα αστέρια ανάμεσα στην πρασινάδα.
— Δείτε! είπε ο Γκάνταλφ. Πόσο όμορφα είναι τα λαμπερά μάτια του γρασιδιού! Μνημοσύνες τα λένε, simbelmynë σ’ αυτή τη γη των Ανθρώπων, γιατί ανθίζουν όλες τις εποχές του χρόνου και φυτρώνουν εκεί που αναπαύονται οι νεκροί. Κοιτάξτε! Φτάσαμε στους μεγάλους τύμβους που κοιμούνται οι πρόγονοι του Θέοντεν.
— Εφτά τύμβοι αριστερά και εννιά δεξιά, είπε ο Άραγκορν. Έχουν περάσει πολλές μακρόχρονες ζωές ανθρώπων από τότε που χτίστηκε το χρυσαφένιο παλάτι.
— Πεντακόσιες φορές έχουν πέσει τα κόκκινα φύλλα στο Δάσος της Σκοτεινιάς στην πατρίδα μου από τότε, είπε ο Λέγκολας, αλλά για μας αυτό δεν είναι τίποτα.
— Για τους Καβαλάρηδες του Μαρκ, όμως, φαίνεται πολύς καιρός, είπε ο Άραγκορν, έτσι που το χτίσιμο αυτού του παλατιού δεν είναι παρά μια ανάμνηση στα τραγούδια και τα προηγούμενα χρόνια είναι χαμένα στις ομίχλες του χρόνου. Τώρα λένε πως αυτή η γη είναι η πατρίδα τους, δική τους, και η γλώσσα τους έχει αλλάξει από τη γλώσσα των ομοφύλων τους στο Βοριά.
Ύστερα άρχισε να ψέλνει σε μια αργόσυρτη γλώσσα άγνωστη στο Ξωτικό και στο Νάνο· πρόσεχαν όμως γιατί είχε δυνατή μουσική μέσα της.
— Αυτή, υποθέτω, είναι η γλώσσα των Ροχίριμ, είπε ο Λέγκολας· γιατί είναι σαν την ίδια τη γη· πλούσια και κυματιστή τόπους τόπους κι αλλού σκληρή κι αυστηρή σαν τα βουνά. Αλλά δεν μπορώ να μαντέψω το νόημά της, εκτός απ’ το ότι είναι φορτωμένη με τη θλίψη των Θνητών Ανθρώπων.
— Στην Κοινή Γλώσσα είναι κάπως έτσι, είπε ο Άραγκορν, όσο μπορώ να την αποδώσω.
Αυτά είπε πολύ παλιά κάποιος ξεχασμένος ποιητής του Ρόαν, που αναθυμόταν πόσο ψηλός κι όμορφος ήταν ο Έορλ ο Νεαρός, που ήρθε καβαλάρης καλπάζοντας, απ’ το Βοριά· κι είχαν φτερά τα πόδια του αλόγου του, του Φελαρόφ, του πατέρα των αλόγων, Έτσι τραγουδούν ακόμα οι άνθρωποι τα βράδια.
Μ’ αυτά τα λόγια οι ταξιδιώτες πέρασαν τους σιωπηλούς τύμβους. Ακολουθώντας το στριφογυριστό δρόμο πάνω στις πράσινες πλαγιές των λόφων, έφτασαν τέλος στο φαρδύ ανεμοδαρμένο τείχος και στις πύλες του Έντορας.
Εκεί κάθονταν πολλοί άντρες μ’ αστραφτερή αρματωσιά, που αμέσως πήδηξαν όρθιοι κι έκλεισαν το δρόμο με τα κοντάρια τους.
— Σταθείτε, ξένοι, άγνωστοι εδώ! φώναξαν στη γλώσσα του Ρίντερμαρκ, ζητώντας τα ονόματα και την αποστολή των ξένων.
Στα μάτια τους καθρεφτίζονταν απορία αλλά λίγη φιλική διάθεση, και κοίταζαν σκοτεινιασμένα τον Γκάνταλφ.
— Εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά τη γλώσσα σας, απάντησε στην ίδια γλώσσα· αλλά όμως ελάχιστοι άλλοι ξένοι. Γιατί, λοιπόν, δε μιλάτε στην Κοινή, όπως είναι η συνήθεια στη Δύση, αν θέλετε να πάρετε απάντηση;
— Είναι η θέληση του Βασιλιά Θέοντεν κανείς να μην περνάει τις πύλες του εκτός από εκείνους που ξέρουν τη γλώσσα μας και είναι φίλοι μας, απάντησε ένας από τους φρουρούς. Κανείς δεν είναι ευπρόσδεκτος εδώ τούτες τις μέρες του πολέμου, εκτός απ’ τους δικούς μας κι από εκείνους που έρχονται απ’ το Μούντμπουργκ[6] της Γκόντορ. Ποιοι είστε εσείς που έρχεστε ανέμελα απ’ τον κάμπο, έτσι παράξενα ντυμένοι και καβάλα σ’ άλογα σαν τα δικά μας; Πολλή ώρα φυλάμε εδώ και σας παρακολουθούμε από μακριά. Ποτέ δεν έχουμε ξαναδεί τόσο παράξενους καβαλάρηδες, ούτε άλογο πιο περήφανο απ’ αυτό που σ’ έχει στην πλάτη του. Είναι Μεάρας, εκτός και με γελούν τα μάτια μου από κάποια μάγια. Για πες, δεν είσαι μάγος, κάποιος κατάσκοπος του Σάρουμαν ή φαντάσματα της μαγείας του; Λέγε τώρα και κάνε γρήγορα!
— Δεν είμαστε φαντάσματα, είπε ο Άραγκορν, ούτε σε γελούν τα μάτια σου. Γιατί πραγματικά τα άλογα που ιππεύουμε είναι δικά σας κι αυτό το ήξερες πολύ καλά πριν ακόμα ρωτήσεις, φαντάζομαι. Σπάνια όμως ο κλέφτης γυρίζει πίσω στο στάβλο. Εδώ είναι ο Χάσουφελ κι ο Άροντ, που ο Έομερ, ο Τρίτος Στρατάρχης του Μαρκ, μας δάνεισε πριν δύο μέρες. Τα φέρνουμε πίσω τώρα, έτσι όπως του υποσχεθήκαμε. Δε γύρισε ο Έομερ να σας προειδοποιήσει για τον ερχομό μας; Μια ανήσυχη ματιά φάνηκε στο βλέμμα του φρουρού.