Выбрать главу

— Ελάτε, ελάτε! είπε ο Γκίμλι. Αρχίζουμε την ιστορία από τη μέση. Εγώ τη θέλω με τη σωστή σειρά, αρχίζοντας από κείνη την παράξενη μέρα που η συντροφιά μας διαλύθηκε.

— Θα την ακούσεις, αν έχουμε ώρα, είπε ο Μέρι. Αλλά πρώτα — αν τελειώσατε το φαγητό — θα γεμίσετε τις πίπες σας και θα τις ανάψετε. Κι ύστερα για λίγο θα φανταστούμε πως βρισκόμαστε όλοι πίσω στο Μπρι ασφαλισμένοι ξανά, ή στο Σκιστό Λαγκάδι.

Έβγαλε μια μικρή δερμάτινη σακούλα γεμάτη καπνό.

— Έχουμε ένα σωρό, είπε, και μπορείτε να πάρετε μαζί σας όσο θέλετε, όταν φύγουμε. Σώσαμε αρκετά πράγματα σήμερα το πρωί, ο Πίπιν κι εγώ. Επιπλέουν ένα σωρό. Ο Πίπιν ήταν που βρήκε δυο μικρά βαρελάκια που είχαν ξεφύγει μέσα από κάποιο κελάρι ή αποθήκη, φαντάζομαι. Όταν τ’ ανοίξαμε, ανακαλύψαμε πως ήταν γεμάτα μ’ αυτό: πιπόχορτο απ’ το καλύτερο που θα μπορούσες να ονειρευτείς κι εντελώς απείραχτο.

Ο Γκίμλι έπιασε λίγο και το ’τριψε στις παλάμες του και το μύρισε.

— Φαίνεται καλό και μυρίζει όμορφα, είπε.

— Είναι καλό! είπε ο Μέρι. Καλέ μου Γκίμλι, είναι φύλλο του Λονγκμπότομ. Πάνω στα βαρέλια έχει τη σφραγίδα του Χορνμπλόουερ, για να τη βλέπει όλος ο κόσμος. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς έφτασε ως εδώ. Φαντάζομαι, για προσωπική χρήση του Σάρουμαν. Δεν ήξερα πως έφτασε τόσο μακριά. Τώρα όμως μας ήρθε κουτί, ε;

— Θα μας ερχόταν, είπε ο Γκίμλι, αν είχα πίπα. Κρίμα, τη δική μου την έχασα στη Μόρια ή και πιο πριν. Δε βρήκατε καμιά πίπα σ’ όλα σας τα λάφυρα;

— Όχι, φοβάμαι πως όχι, είπε ο Μέρι. Δε βρήκαμε ούτε μία ούτε κι εδώ στην αίθουσα της φρουράς. Αυτή την πολυτέλεια τη φύλαγε ο Σάρουμαν για τον εαυτό του, φαίνεται. Και δε νομίζω πως θα βγει τίποτα, αν πάμε να χτυπήσουμε τις πόρτες του Όρθανκ και γυρέψουμε μια πίπα! Θα πρέπει να δανείσει ο ένας την πίπα του στον άλλο, όπως κάνουν σε δύσκολη ώρα οι καλοί φίλοι.

— Για μια στιγμή! είπε ο Πίπιν.

Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε έξω ένα μικρό μαλακό σακουλάκι κρεμασμένο από ένα κορδόνι.

— Φυλάω ένα δυο θησαυρούς πάνω στην καρδιά μου, που για μένα είναι πολύτιμοι σαν Δαχτυλίδια. Να ο ένας: η παλιά μου ξύλινη πίπα. Και να κι άλλος ένας!: μια ολοκαίνουρια. Την κουβαλάω μαζί μου πολύ δρόμο, αν και δεν ξέρω γιατί. Γιατί ποτέ στ’ αλήθεια δεν περίμενα να βρω πιπόχορτο στο ταξίδι μας, όταν θα τελείωνε το δικό μου. Τώρα όμως να που είναι ό,τι χρειάζεται.

Σήκωσε ψηλά μια μικρή πίπα με φαρδιά ισιωμένη κοιλιά και την έδωσε στον Γκίμλι.

— Ξοφλάει έτσι το χρέος μας; είπε.

— Ξοφλάει! φώναξε ο Γκίμλι. Πολύ ευγενικέ μου χόμπιτ, τώρα εγώ χρωστάω σ’ εσένα.

— Λοιπόν, πάω έξω στον καθαρό αέρα, να δω τι κάνουν ο άνεμος κι ο ουρανός! είπε ο Λέγκολας.

— Ερχόμαστε κι εμείς, είπε ο Άραγκορν.

Βγήκαν έξω και κάθισαν στο σορό τις πέτρες μπροστά στην είσοδο. Μπορούσαν τώρα να δουν πέρα μακριά στην κοιλάδα· η ομίχλη σηκωνόταν και την έπαιρνε τ’ αεράκι.

— Τώρα ας ξεκουραστούμε λιγάκι εδώ! είπε ο Άραγκορν. Θα καθίσουμε στην άκρη στα χαλάσματα και θα κουβεντιάσουμε, όπως λέει κι ο Γκάνταλφ, όσο που αυτός έχει αλλού δουλειά. Νιώθω τέτοια κούραση, που σπάνια την έχω ξανανιώσει.

Τύλιξε τον γκρίζο μανδύα γύρω του, κρύβοντας τον αλυσιδωτό του θώρακα και τέντωσε τα μακριά του πόδια. Ύστερα ξάπλωσε κι έβγαλε απ’ τα χείλια του μια λεπτή στήλη καπνού.

— Για δείτε! είπε ο Πίπιν. Ο Γοργοπόδαρος, ο Περιφερόμενος Φύλακας, γύρισε πίσω!

— Ποτέ δεν ήταν μακριά, είπε ο Άραγκορν. Εγώ είμαι ο Γοργοπόδαρος κι ο Ντούνανταν μαζί, κι ανήκω και στην Γκόντορ και στο Βοριά.

Κάπνισαν σιωπηλοί για λίγο κι ο ήλιος έλαμπε από πάνω τους, ρίχνοντας λοξές ακτίνες στην κοιλάδα απ’ τ’ άσπρα σύννεφα ψηλά στη Λύση. Ο Λέγκολας ήταν ξαπλωμένος ακίνητος κοιτάζοντας τον ήλιο και τον ουρανό με μάτια σταθερά και σιγοτραγουδούσε. Τέλος, ανακάθισε.

— Ελάτε τώρα! είπε. Η ώρα περνάει. Η ομίχλη φεύγει, ή θα ’φευγε αν εσείς οι παράξενοι δεν τυλιγόσαστε με καπνό. Τι θα γίνει με την ιστορία;

— Λοιπόν, η ιστορία μου αρχίζει όταν ξύπνησα στα σκοτεινά και βρέθηκα δεμένος σ’ έναν καταυλισμό Ορκ, είπε ο Πίπιν. Για να δω, τι μέρα είναι σήμερα;

— Πέντε Μαρτίου σύμφωνα με το μέτρημα του Σάιρ, είπε ο Άραγκορν.

Ο Πίπιν υπολόγισε στα δάχτυλά του.

— Μόνο πριν εννέα[7] μέρες! είπε. Φαίνεται σαν χρόνος από τότε που μας πιάσανε. Λοιπόν, αν και τα μισά απ’ όσα έγιναν έμοιαζαν με κακό όνειρο, υπολογίζω πως ακολούθησαν τρεις φοβερές μέρες. Ο Μέρι θα με διορθώνει, αν ξεχνώ τίποτα σπουδαίο, δε θα μπω σε λεπτομέρειες: τα μαστίγια, τη βρομιά και τη δυσωδία και τα σχετικά· δεν αντέχω να τα ξαναθυμάμαι.

Και μ’ αυτά τα λόγια άρχισε την εξιστόρηση της τελευταίας μάχης του Μπορομίρ και την πορεία των Ορκ απ’ το Έμιν Μιούιλ ως το Λάσος. Οι άλλοι κουνούσαν τα κεφάλια τους καθώς τα διάφορα σημεία της ιστορίας ταίριαζαν μ’ εκείνα που είχαν υποθέσει.

вернуться

7

Κάθε μήνας του Ημερολογίου του Σάιρ είχε 30 μέρες.