– Πού να κρύβεται αυτός ο άθλιος ο Λόθο; είπε ο Μέρι – είχαν ψάξει όλα τα δωμάτια και δεν είχαν βρει κανέναν εκτός από αρουραίους και ποντίκια. Να βάλουμε τους άλλους να ψάξουν τα παραπήγματα;
– Τούτο είναι χειρότερο απ’ τη Μόρντορ, είπε ο Σαμ. Τρισχειρότερο. Σε χτυπάει κατάκαρδα, όπως λένε· γιατί είναι το σπίτι σου και το θυμάσαι όπως ήταν πριν καταστραφεί.
– Ναι, αυτή είναι η Μόρντορ, είπε ο Φρόντο. Ένα από τα έργα της. Ο Σάρουμαν πάντα έκανε το έργο της, ακόμα κι όταν νόμιζε πως δούλευε για τον εαυτό του. Και το ίδιο και για κείνους που ξεγέλασε ο Σάρουμαν, σαν το Λόθο.
Ο Μέρι κοίταξε ολόγυρα με απελπισία και αηδία.
– Πάμε έξω! είπε. Αν ήξερα τι παλιοδουλειές είχε σκαρώσει, θα ’χωνα την καπνοσακούλα μου στο λαιμό του Σάρουμαν.
– Το δίχως άλλο, το δίχως άλλο! Δεν το ’κανες όμως κι έτσι μπορώ να σε καλωσορίσω στο σπίτι σου.
Εκεί στην πόρτα στεκόταν ο ίδιος ο Σάρουμαν, καλοφαγωμένος και ικανοποιημένος· τα μάτια του γυάλιζαν από κακία και ευχαρίστηση. Ξαφνικά ο Φρόντο φωτίστηκε.
– Σάρκι! φώναξε.
Ο Σάρουμαν γέλασε.
– Ώστε, το ’χεις ακουστά τ’ όνομα, έτσι; Όλοι οι δικοί μου έτσι μ’ έλεγαν στο Ίσενγκαρντ, πιστεύω. Δείγμα αγάπης, πιθανότατα[12]. Είναι φανερό όμως πως δεν περιμένατε να με δείτε εδώ.
– Όχι, είπε ο Φρόντο. Θα ’πρεπε όμως να το ’χα καταλάβει. Λίγο κακό με πολλή κακία – ο Γκάνταλφ με είχε προειδοποιήσει πως ήσουν ακόμη ικανός για κάτι τέτοιο.
– Πολύ ικανός, είπε ο Σάρουμαν, και περισσότερο από λίγο. Με κάνατε να γελάσω, εσείς οι χομπιτάρχοντες, που ακολουθούσατε όλους εκείνους τους μεγάλους, τόσο ασφαλισμένοι κι ευχαριστημένοι με τους εαυτούληδες σας. Νομίσατε πως τα ’χατε καλά καταφέρει και πως τώρα μπορούσατε να επιστρέψετε με την ησυχία σας και να ηρεμήσετε στην εξοχή. Το σπίτι του Σάρουμαν μπορεί να γίνει γυαλιά καρφιά και να τον ξεσπιτώσουν, αλλά κανείς δεν μπορούσε ν’ αγγίξει το δικό σας. Όχι, βέβαια! Ο Γκάνταλφ θα φρόντιζε τις υποθέσεις σας. Ο Σάρουμαν γέλασε ξανά.
– Όχι, βέβαια! Όταν τα εργαλεία του κάνουν τη δουλειά τους τα πετάει. Εσείς όμως κρεμόσαστε απ’ την ουρά του, καθυστερώντας και κουβεντιάζοντας και ταξιδεύοντας διπλά απ’ ό,τι χρειαζόταν. «Λοιπόν», σκέφτηκα εγώ, «αν είναι τέτοιοι ανόητοι, θα πάω πριν απ’ αυτούς για να τους δώσω ένα μάθημα. Το ένα κακό αξίζει κι άλλο». Το μάθημα θα ήταν πιο σκληρό, αν μου δίνατε λίγο περισσότερο χρόνο και περισσότερους Ανθρώπους. Πάντως, έχω κιόλας κάνει πολλά που θα δυσκολευτείτε να διορθώσετε ή να σβήσετε στη διάρκεια της ζωής σας. Κι εγώ θα χαίρομαι να τα συλλογίζομαι, όταν θυμάμαι τι μου έχετε κάνει.
– Λοιπόν, αν μέσα σ’ αυτά βρίσκεις ευχαρίστηση, είπε ο Φρόντο, σε λυπάμαι. Θα είναι ευχαρίστηση μόνο στις αναμνήσεις, φοβάμαι. Φύγε αμέσως και μην ξαναγυρίσεις!
Οι χόμπιτ των χωριών είχαν δει να βγαίνει ο Σάρουμαν απ’ ένα απ’ τα καλύβια κι αμέσως μαζεύτηκαν στην πόρτα του Μπαγκ Εντ. Όταν άκουσαν τη διαταγή του Φρόντο, άρχισαν να μουρμουρίζουν θυμωμένα:
– Μην τον αφήνεις να φύγει! Σκότωσέ τον! Είναι παλιάνθρωπος και δολοφόνος. Σκότωσέ τον!
Ο Σάρουμαν κοίταξε ένα γύρο τα εχθρικά τους πρόσωπα και χαμογέλασε.
– Σκοτώστε τον! κορόιδεψε. Σκοτώστε τον, αν νομίζετε πως είσαστε αρκετοί, γενναίοι μου χόμπιτ! — τεντώθηκε και τους κοίταξε σκοτεινά με τα μαύρα του μάτια. Αλλά μη νομίσετε πως όταν έχασα τα υπάρχοντά μου έχασα κι όλη μου τη δύναμη! Όποιος με χτυπήσει θα ’ναι καταραμένος. Κι αν το αίμα μου βάψει το Σάιρ, τότε θα μαραζώσει και ποτέ δε θα θεραπευθεί ξανά.
Οι χόμπιτ πισωπάτησαν. Ο Φρόντο όμως είπε:
– Μην τον πιστεύετε! Έχει χάσει όλη του τη δύναμη, εκτός απ’ τη φωνή του, που μπορεί ακόμα να σας φοβίζει, να σας εξαπατά, αν τον αφήσετε. Αλλά δε θέλω να τον σκοτώσετε. Είναι άσκοπο ν’ απαντάμε στην εκδίκηση μ’ εκδίκηση – αυτό δε θεραπεύει τίποτα. Φύγε, Σάρουμαν, απ’ το συντομότερο δρόμο.
– Φίδι! Φίδι! φώναξε ο Σάρουμαν.
Κι από ένα κοντινό καλύβι βγήκε ο Φιδόγλωσσος και σερνόταν σαν σκύλος σχεδόν.
– Στους δρόμους πάλι, Φίδι! είπε ο Σάρουμαν. Αυτοί οι σπουδαίοι τύποι κι οι ψευτοάρχοντες μας διώχνουν πάλι. Έλα!
Ο Σάρουμαν γύρισε να φύγει κι ο Φιδόγλωσσος σύρθηκε πίσω του. Αλλά εκεί όπως περνούσε ο Σάρουμαν πλάι στο Φρόντο ένα μαχαίρι άστραψε στο χέρι του και το κάρφωσε γρήγορα. Η λεπίδα εξοστρακίστηκε στον κρυμμένο αλυσιδωτό θώρακα κι έσπασε. Μια δωδεκάδα χόμπιτ, μ’ επικεφαλής το Σαμ, πήδηξαν μπροστά με μια φωνή κι έριξαν τον κακοποιό κάτω. Ο Σαμ τράβηξε το σπαθί του.
– Όχι, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Μην τον σκοτώνεις ούτε και τώρα. Δε μου ’κανε κακό. Κι οπωσδήποτε δε θέλω να τον σκοτώσουμε τώρα που είμαστε έτσι αγριεμένοι. Κάποτε ήταν μεγάλος, από ευγενικιά γενιά που δε θα ’πρεπε να τολμούμε να σηκώσουμε χέρι εναντίον της. Έχει πέσει, και η θεραπεία του είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις μας· αλλά εγώ εξακολουθώ να θέλω να του χαρίσω τη ζωή, ελπίζοντας πως μπορεί να τη βρει.