«Έχω ήδη μιλήσει στη Μέριλιλ», είπε με τραχιά Ιλιανή προφορά, «αλλά μπορώ επίσης να σας καθησυχάσω. Όποια... σκανδαλιά... κι αν ετοιμάζετε, εγώ κι η Τζολίνε δεν πρόκειται να παρέμβουμε. Το έχω κανονίσει. Η Ελάιντα δεν θα μάθει τίποτα, αν σας ενδιαφέρει καθόλου. Πάψτε να με κοιτάτε σαν να είστε ψάρια, παιδιά», πρόσθεσε με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. «Ούτε τυφλή είμαι, ούτε κουφή. Ξέρω πολύ καλά ότι υπάρχουν Ανεμοσκόποι των Θαλασσινών στο παλάτι, και για τις μυστικές τους συναντήσεις με τη Βασίλισσα Τάυλιν. Γνωρίζω κι άλλα πράγματα». Το λεπτό της στόμα σφίχτηκε και, παρ’ όλο που ο τόνος της φωνής της παρέμεινε ήρεμος, το σκοτεινό της βλέμμα άστραψε από θυμό. «θα πληρώσετε ακριβά για όσα κάνατε, εσείς κι εκείνοι που σας επέτρεψαν να παριστάνετε τις Λες Σεντάι, αλλά προς το παρόν το παραβλέπω. Η εξιλέωση μπορεί να περιμένει».
Η Νυνάβε άδραξε γερά την πλεξούδα της, ισιώνοντας την πλάτη της κι έχοντας ψηλά το κεφάλι, ενώ τα μάτια της έκαιγαν. Υπό άλλες συνθήκες, η Αβιέντα μπορεί να ένιωθε συμπόνια για τον δέκτη του κατσαδιάσματος, η οποία ήταν προφανές ότι θα ξεσπούσε. Η γλώσσα της Νυνάβε είχε περισσότερες αγκίθες από ένα χτένι από σεγκάντε[1], και πιο αιχμηρές. Η Αβιέντα κοίταξε σοβαρά και προσεκτικά αυτήν τη γυναίκα, που νόμιζε ότι μπορούσε να τη διαπεράσει με τη ματιά της. Μια Σοφή δεν προέβαινε σε πράξεις βίας, αλλά δεν ήταν ακόμα παρά μια μαθητευόμενη· ίσως να μην της στοίχιζε το τζι, αν απλώς έκανε λίγο στην άκρη αυτήν την Τέσλυν Μπάραντον. Άνοιξε το στόμα της για να δώσει στην Κόκκινη αδελφή μια ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό της την ίδια στιγμή που η Νυνάβε άνοιξε το δικό της, μα η Ηλαίην ήταν εκείνη που μίλησε πρώτη.
«Το τι σκοπεύουμε να κάνουμε, Τέσλυν», είπε με παγερή φωνή, «δεν σε αφορά». Είχε ορθώσει κι αυτή το ανάστημά της και τα μάτια της έμοιαζαν με γαλάζιο πάγο· μια τυχαία αχτίδα φωτός από ένα ψηλό παράθυρο έπεσε πάνω στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της κι ήταν σαν να τους έβαλε φωτιά. Εκείνη τη στιγμή, η Ηλαίην θα μπορούσε να κάνει μια στεγοκυρά να μοιάζει με γιδοβοσκό με κάμποσο ουσκουάι στο στομάχι. Ήταν μια ικανότητα την οποία είχε αναπτύξει στο έπακρο. Ξεστόμιζε κάθε λέξη με μια ψυχρή, κρυστάλλινη αξιοπρέπεια. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνεις σε οτιδήποτε κάνουμε, σε οτιδήποτε κάνει οποιαδήποτε αδελφή. Κανένα δικαίωμα απολύτως. Πάψε, λοιπόν, να χώνεις τη μύτη σου στα πανωφόρια μας, ζαμπονάκι, και να θεωρείς πως είσαι τυχερή που δεν αποφασίσαμε να αναφέρουμε ότι εσύ υποστήριξες μια σφετερίστρια της Έδρας της Άμερλιν».
Μπερδεμένη απ’ αυτά τα λόγια, η Αβιέντα έριξε μια πλάγια ματιά στην κονταδελφή της. Να πάψει να χώνει τη μύτη της στα πανωφόρια τους; Αν μη τι άλλο, η ίδια κι η Ηλαίην δεν φορούσαν πανωφόρια. Ζαμπονάκι; Τι σήμαινε πάλι αυτό; Οι υδρόβιοι έλεγαν συχνά παράξενα πράγματα, όμως κι οι υπόλοιπες γυναίκες έμοιαζαν εξίσου μπερδεμένες με την ίδια. Μόνο ο Λαν, που κοίταζε λοξά την Ηλαίην, φαινόταν να καταλαβαίνει κάτι κι έμοιαζε... ξαφνιασμένος. Ίσως, μάλιστα, και να το διασκέδαζε. Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά· ο Ααν’αλέιν ήλεγχε πλήρως τις εκφράσεις του προσώπου του.
Η Τέσλυν Μπάραντον ρουθούνισε, ενώ το πρόσωπό της σφίχτηκε πιο πολύ. Η Αβιέντα πάσχιζε σκληρά να αποκαλεί αυτούς τους ανθρώπους μόνο με ένα μέρος του ονόματός τους, όπως ακριβώς έκαναν κι οι ίδιοι —όταν χρησιμοποιούσε ολόκληρο το όνομα, νόμιζαν πως ήταν αναστατωμένη!— αλλά δεν μπορούσε καν να φανταστεί πως θα αποκτούσε τόση οικειότητα με την Τέσλυν. «Θα σας αφήσω λοιπόν στις ασχολίες σας, ανόητα πιτσιρίκια», γρύλισε η γυναίκα. «Φροντίστε να μη χώσετε τις δικές σας μύτες εκεί που δεν πρέπει».
Καθώς έκανε να φύγει, μαζεύοντας τη φούστα της με μια επιδεικτική κίνηση, η Νυνάβε την έπιασε από το χέρι. Οι υδρόβιοι αφήνουν συνήθως τα συναισθήματα να εκδηλωθούν στα πρόσωπά τους, κι η έκφραση της Νυνάβε ήταν η προσωποποίηση της εσωτερικής πάλης, με τον θυμό να πολεμά να ξεχυθεί μέσα από την αποφασιστικότητα. «Μια στιγμή, Τέσλυν», της είπε διστακτικά. «Εσύ κι η Τζολίνε μπορεί να κινδυνεύετε. Το ανέφερα στη Τάυλιν, αλλά νομίζω πως φοβάται να το κοινοποιήσει σε άλλους. Είναι απρόθυμη. Δεν είναι κάτι για το οποίο θα ήθελε κανείς να συζητά». Πήρε μια μακρόσυρτη, βαθιά ανάσα, έχοντας κάθε λόγο να φοβάται η ίδια προσωπικά. Δεν είναι ντροπή να φοβάσαι, αρκεί να μην παραδίδεσαι στον φόβο και να μην τον αφήνεις να γίνεται φανερός. Η Αβιέντα αισθάνθηκε ένα πετάρισμα στο στομάχι καθώς η Νυνάβε συνέχισε: «Η Μογκέντιεν ήταν εδώ, στο Έμπου Νταρ. Ίσως να είναι ακόμα. Μπορεί να βρίσκεται εδώ και κάποιος άλλος από τους Αποδιωγμένους μαζί με ένα γκόλαμ, ένα είδος Σκιογεννήματος που η Δύναμη δεν μπορεί να αγγίξει. Μοιάζει με άνθρωπο, αλλά είναι τεχνητό κι ειδικά φτιαγμένο να σκοτώνει Άες Σεντάι. Το ατσάλι δεν φαίνεται να του προξενεί ζημιές, κι έχει την ικανότητα να περνάει ακόμα και μέσα από ποντικότρυπα. Το Μαύρο Άτζα είναι επίσης εδώ. Επιπλέον, έρχεται θύελλα, μια ισχυρή θύελλα. Όχι μια θύελλα ως καιρικό φαινόμενο. Τη διαισθάνομαι εξαιτίας μιας ικανότητας που διαθέτω, ενός Ταλέντου ίσως. Ο κίνδυνος βρίσκεται καθ’ οδόν προς το Έμπου Νταρ κι είναι κάτι πολύ χειρότερο από άνεμο, βροχή κι αστραπές».
1
σεγκάντε: Παχύφυτο της Ερημιάς τον Άελ. Άφυλλο και τραχύ, καλύπτεται από αγκάθια κι έχει λευκά άνθη. (Σ.τ.Ε.)