Η σουλ’ντάμ εξακολουθούσε να είναι γονατιστή, σιγομουρμουρώντας και χαϊδεύοντας ανάλαφρα τα μαλλιά της νταμέην της, η οποία δεν είχε πάψει στιγμή να οδύρεται. «Παρηγόρησέ την», της είπε ο άντρας. Το συντομότερο δυνατόν. Νόμισε πως διέκρινε μια χροιά ανησυχίας στο βλέμμα του Μίραζ. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό που θα προβλημάτιζε κάποιον σαν τον Κέναρ Μίραζ; «Νομίζω πως στον Νότο θα εξαρτώμαστε από εσάς τις σουλ’ντάμ». Γιατί, άραγε, αισθάνθηκε το αίμα να αποστραγγίζεται από το πρόσωπό του ξεστομίζοντας τούτα τα λόγια;
Ο Μπασίρε στεκόταν στην άκρη των δέντρων —από την εσωτερική πλευρά— συνοφρυωμένος με όσα αντίκριζε πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας του. Το καστανοκόκκινο άλογο του έτριβε τη μουσούδα του στον ώμο του. Κρατούσε τον μανδύα του σφιχτά πάνω στο κορμί του, περισσότερο για να αποφύγει κάποια ενδεχόμενη κίνηση που θα τραβούσε την προσοχή παρά για την ψύχρα, παρ’ όλο που η τελευταία τον περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Για τα δεδομένα της Σαλδαία δεν ήταν παρά μια ανοιξιάτικη αύρα, αλλά όλοι αυτοί οι μήνες στις νότιες περιοχές τον είχαν κάνει μαλθακό. Ο ήλιος, λάμποντας ανάμεσα στα γκρίζα σύννεφα που διέσχιζαν γοργά τον ουρανό, ελάχιστα απείχε από το βρεθεί στο ζενίθ, μπροστά του. Όταν ξεκινάς μια μάχη στραμμένος δυτικά, δεν σημαίνει ότι θα την τελειώσεις και προς την ίδια κατεύθυνση. Μπροστά του απλωνόταν ένας πλατύς λειμώνας, όπου κοπάδια από ασπρόμαυρες γίδες έβοσκαν στο καφετί γρασίδι με άτακτο και τυχαίο τρόπο, λες και δεν μαινόταν καμιά μάχη γύρω τους. Όχι ότι φαινόταν κανένα ίχνος της εδώ. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Αν κάποιος επιχειρούσε να διασχίσει το λιβάδι, θα πετσοκοβόταν πριν καλά-καλά το καταλάβει. Κι ανάμεσα στα δέντρα, άσχετα αν επρόκειτο για δάσος, για ελαιώνες ή για λόχμες, δεν υπήρχε περίπτωση να διακρίνεις τον εχθρό πριν πέσεις επάνω του, είτε έστελνες ανιχνευτές είτε όχι.
«Αν είναι να διασταυρωθούμε», μουρμούρισε ο Γκέγιαμ, τρίβοντας την πλατιά του παλάμη στο γυμνό του μέτωπο, «θα έπρεπε να είχε γίνει. Μα την αλήθεια του Φωτός, χάνουμε τον χρόνο μας». Ο Άμοντριντ σφράγισε ερμητικά το στόμα του. Το πιθανότερο ήταν πως ο φεγγαροπρόσωπος Καιρχινός ήταν έτοιμος να πει το ίδιο πράγμα. Θα συμφωνούσε με έναν Δακρυνό, ακόμα κι αν ο άλλος του έλεγε πως τα άλογα σκαρφαλώνουν στα δέντρα.
Ο Τζόρντγουιν Σέμαρις ρουθούνισε. Καλό θα ήταν να αφήσει γενειάδα, για να καλύψει το στενό του σαγόνι που έκανε το κεφάλι του να μοιάζει με σφήνα δασονόμου. «Επιμένω στην κυκλωτική κίνηση», μουρμούρισε. «Αρκετούς άντρες έχω χάσει εξαιτίας αυτών των καταραμένων νταμέην και...» Δεν αποτελείωσε την πρότασή του κι αρκέστηκε να ρίξει μια ανήσυχη ματιά προς το μέρος του Ρόσεντ.
Ο νεαρός Άσα’μαν στεκόταν παράμερα, με τα χείλη ερμητικά κλειστά, ψηλαφίζοντας την καρφίτσα με τον Δράκοντα στο πέτο του. Από το παρουσιαστικό του, θα έλεγε κανείς πως αναρωτιόταν αν όλα αυτά άξιζαν τον κόπο. Το αγόρι είχε πάψει πια να αποπνέει τον αέρα κάποιου που τα ξέρει όλα, και στα χαρακτηριστικά του διαγράφονταν πλέον η κατήφεια κι η ανησυχία.
Τραβώντας από τα γκέμια τον Γοργό, ο Μπασίρε πλησίασε τον Άσα’μαν και τον τράβηξε ακόμα πιο παράμερα, ανάμεσα στα δέντρα κι ακόμα πιο μέσα. Ο Ρόσεντ σκυθρώπιασε κι ακολούθησε απρόθυμα. Ήταν αρκετά ψηλός για να δεσπόζει πάνω από τον Μπασίρε, αλλά ο τελευταίος δεν καταλάβαινε από τέτοια.
«Μπορώ να υπολογίζω στους δικούς σου την επόμενη φορά;» ρώτησε απαιτητικά, κουνώντας τα μουστάκια του έξαλλος. «Χωρίς να υπάρξουν καθυστερήσεις;» Ο Ρόσεντ κι οι άντρες του γίνονταν όλο και πιο αργοί όταν βρίσκονταν απέναντι σε μία νταμέην.
«Ξέρω πολύ καλά τι κάνω, Μπασίρε», γρύλισε ο Ρόσεντ. «Αρκετούς δεν σκοτώσαμε για χάρη σου; Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, έχουμε σχεδόν τελειώσει!»
Ο Μπασίρε ένευσε αργά, μολονότι αυτό δεν σήμαινε ότι αναγκαστικά συμφωνούσε με τα λόγια του άλλου. Αν κοιτούσες προσεκτικά, θα έβλεπες κάμποσους στρατιώτες του εχθρού τριγύρω. Αρκετοί, όμως, ήταν όντως νεκροί. Είχε σχεδιάσει τις κινήσεις του με βάση τη μελέτη των Πολέμων των Τρόλοκ, όταν οι δυνάμεις του Φωτός σπάνια ήταν ισοδύναμες με τις εχθρικές δυνάμεις που αντιμετώπιζαν. Χτύπησε πλευρικά και φύγε. Χτύπα στα νώτα και φύγε. Χτύπησε και φύγε, κι όταν ο εχθρός σε πάρει στο κατόπι, γύρισε στα εδάφη που επέλεξες, όπου οι λεγεωνάριοι περιμένουν με τις βαλλίστρες τους έτοιμες να τον πετσοκόψουν και να σου δώσουν την ευκαιρία να συνεχίσεις το φευγιό σου. Ή μέχρι να τον τσακίσουν ολοκληρωτικά. Ήδη σήμερα είχε τσακίσει τους Ταραμπονέζους, τους Αμαδισιανούς, τους Αλταρανούς κι ετούτους εδώ τους Σωντσάν με την παράξενη θωράκιση. Πιο πολλούς νεκρούς είχε δει σήμερα παρά σε οποιαδήποτε μάχη από την εποχή του Αιμάτινου Χιονιού[3]. Από την άλλη, βέβαια, μπορεί αυτός να διέθετε τους Άσα’μαν, αλλά η αντίπαλη πλευρά διέθετε αυτές τις νταμέην. Το ένα τρίτο των Σαλδαίων του κειτόταν νεκρό κάπου ένα μίλι πιο πίσω. Σχεδόν οι μισές του δυνάμεις είχαν αχρηστευθεί ενώ υπήρχαν κι άλλοι Σωντσάν εκεί έξω με αυτές τις καταραμένες τους γυναίκες, καθώς επίσης Ταραμπονέζοι, Αμαδισιανοί κι Αλταρανοί. Κι όσο περισσότερους σκότωνε, τόσο πιο πολλοί έρχονταν. Οι δε Άσα’μαν παρουσίαζαν σημάδια... διστακτικότητας.
3
Μάχη του Αιμάτινου Χιονιού: Έλαβε χώρα το 978 της Νέας Εποχής. Την τελευταία μέρα της μάχης γεννήθηκε ο Ραντ αλ’Θόρ. (Σ.τ.Ε.)