Выбрать главу

Όλα αυτά, φυσικά, δεν ήταν αρκετά για να ηρεμήσουν τη Νυνάβε εντελώς. Τράβηξε μανιασμένα το καπέλο της, εμφανώς γεμάτη καταπιεσμένη οργή. Οι γυναίκες του Σογιού, όμως, ατένιζαν το πλακόστρωτο αναψοκοκκινισμένες, γεμάτες πίκρα, κι ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι έμοιαζαν —ελαφρώς— πτοημένες, σιγομουρμουρώντας αναμεταξύ τους κι αρνούμενες να κοιτάξουν τη Νυνάβε κατάματα. Η λάμψη άρχισε να σβήνει λίγο-λίγο από τις γυναίκες, μέχρι που έμεινε μονάχα η Αβιέντα να αδράχνει την Πηγή.

Αναπήδησε, καθώς η Ηλαίην την έπιασε από το μπράτσο. Όντως είχε αρχίσει να γίνεται μαλθακή. Δεν πρόσεχε κάποιον που την πλησίαζε απαρατήρητος, αναπηδούσε στο κάθε άγγιγμα...

«Φαίνεται πως η κρίση πέρασε», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε, προτού ξεσπάσει η επόμενη». Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα ήταν η μόνη ένδειξη πως είχε θυμώσει. Το ίδιο ίσχυε και για την Μπιργκίτε. Οι δυο τους καθρέφτιζαν με κάποιον τρόπο η μία την άλλη από τότε που είχε αρχίσει να ισχύει ο δεσμός.

«Και πολύ μείναμε», συμφώνησε η Αβιέντα. Λίγο ακόμα και θα γινόταν πράγματι νωθρή σαν υδρόβια.

Τα βλέμματα την ακολούθησαν καθώς βημάτιζε στον ανοιχτό χώρο, στο κέντρο της αυλής των στάβλων, προς το σημείο που είχε μελετήσει και το ένιωθε πλέον με τα μάτια κλειστά. Ήταν τόσο χαρούμενη που κρατούσε τη Δύναμη, που χειριζόταν το σαϊντάρ, ώστε αισθανόταν ανήμπορη να χωρέσει σε λέξεις αυτό που ένιωθε. Το να περιέχει εντός της το σαϊντάρ, το να περιέχεται η ίδια σε αυτό, την έκανε να αισθάνεται ζωντανή περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, έλεγαν οι Σοφές, απατηλή κι επικίνδυνη σαν οφθαλμαπάτη με νερό στην Τερμούλ[2], ωστόσο έμοιαζε περισσότερο αληθινό από το λιθόστρωτο κάτω από τα πόδια της. Προσπάθησε να συγκρατηθεί για να μην αντλήσει κι άλλο. Είχε ήδη στην κατοχή της σχεδόν όσο μπορούσε να αντέξει. Το πλήθος στριμώχτηκε γύρω της καθώς άρχισε να υφαίνει τις ροές.

Η Αβιέντα εξακολουθούσε να παραξενεύεται επειδή, ύστερα απ’ όλα όσα είχε δει, υπήρχαν ακόμη πράγματα που πολλές Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να κάνουν. Κάμποσες από τον Πλεχτό Κύκλο ήταν αρκετά δυνατές, αλλά μόνο η Σουμέκο και, παραδόξως, η Ρεάνε μελετούσαν με ενδιαφέρον αυτό που έκανε. Η Σουμέκο έφτασε μάλιστα στο σημείο να απαξιώσει τα ενθαρρυντικά χτυπηματάκια που της έδινε η Νυνάβε — κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια αγανακτισμένη κι έκπληκτη ματιά εκ μέρους της δεύτερης, παρ’ όλο που η Σουμέκο δεν πρόσεξε τίποτα, καθότι το βλέμμα της είχε καρφωθεί στην Αβιέντα. Όλες οι Ανεμοσκόποι διέθεταν αρκετή δύναμη. Παρακολουθούσαν, έχοντας το ίδιο πεινασμένο βλέμμα με το οποίο κοίταζαν και το Κύπελλο. Η συμφωνία τούς έδινε κάθε δικαίωμα.

Η Αβιέντα συγκεντρώθηκε κι οι ροές άρχισαν να υφαίνονται, δημιουργώντας ένα πανομοιότυπο μεταξύ του μέρους αυτού και του μέρους που η ίδια μαζί με την Ηλαίην και τη Νυνάβε είχαν διαλέξει στον χάρτη. Έκανε μια κίνηση σαν να άνοιγε την υφασμάτινη είσοδο μιας σκηνής. Αυτό δεν αποτελούσε μέρος της ύφανσης που της είχε μάθει η Ηλαίην, αλλά ήταν σχεδόν ό,τι μπορούσε να ανασύρει στη μνήμη της απ’ όσα είχε κάνει η ίδια, πολύ πριν η Εγκουέν φτιάξει την πρώτη της πύλη. Οι ροές ενώθηκαν σε μια ασημιά κατακόρυφη τομή, η οποία περιστράφηκε κι έγινε ένα άνοιγμα στον αέρα, ψηλότερο από έναν συνηθισμένο άντρα κι εξίσου φαρδύ. Πέρα από αυτό, απλωνόταν ένα μεγάλο ξέφωτο κυκλωμένο από δέντρα ύψους είκοσι έως τριάντα ποδών, μίλια ολόκληρα βόρεια της πόλης, στην αντικριστή μεριά του ποταμού. Μπροστά στην πύλη εμφανίστηκε καφετί γρασίδι στο ύψος του γονάτου, λικνιζόμενο στο ελαφρύ αεράκι— δεν είχε όντως αλλάξει, αλλά έτσι έμοιαζε. Κάποια από τα σπαθάτα φύλλα του, ωστόσο, ήταν προσεκτικά κομμένα κάθετα, ενώ άλλα λοξά. Οι άκρες από μια πύλη που ανοίγει έκαναν την ακμή ενός ξυραφιού να μοιάζει στομωμένη.

вернуться

2

Τερμούλ: Περιοχή στα νότια της Ερημιάς τον Άελ, παροιμιώδης για την απόλυτη ξηρασία και τη στέρφα γη της. (Σ.τ.Ε.)