Η Τουόν στριφογύρισε κάμποσες φορές το σακίδιο στα χέρια της πριν λύσει τα κορδόνια κι αφήσει το περιεχόμενο να πέσει στα γόνατά της, ένα βαρύ περιδέραιο από χρυσάφι και σκαλιστό κεχριμπάρι. Ακριβό κομμάτι, δουλεμένο εμφανώς από Σωντσάν. Ο Ματ ήταν πολύ περήφανος που το είχε βρει. Ανήκε σε μια ακροβάτισσα, η οποία είχε κερδίσει την καρδιά ενός αξιωματικού των Σωντσάν. Τώρα που ο αξιωματικός είχε μείνει πίσω, είχε προθυμοποιηθεί να το πουλήσει. Δεν ταίριαζε με το δέρμα της, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Ο Ματ χαμογέλασε και περίμενε. Τα κοσμήματα πάντα μαλακώνουν την καρδιά μιας γυναίκας.
Ωστόσο, κανενός η αντίδραση δεν ήταν αυτή που περίμενε. Η Τουόν ανασήκωσε και με τα δυο της χέρια το περιδέραιο, φέρνοντας το μπροστά στο πρόσωπό της και μελετώντας το σαν να μην είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τα χείλη της Σελούσια σούφρωσαν κι έκανε μια χλευαστική γκριμάτσα. Η Σετάλε ακούμπησε το κέντημα στα γόνατά της και τον κοίταξε, με τα μεγάλα, χρυσαφιά στεφάνια που φορούσε στα αυτιά της να λικνίζονται καθώς κουνούσε το κεφάλι της.
Ξαφνικά, η Τουόν πέταξε το περιδέραιο πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος της Σελούσια. «Δεν μου πάει», είπε. «Το θέλεις, Σελούσια;» Το χαμόγελο έσβησε για λίγο από τα χείλη του Ματ.
Η γυναίκα με τη λευκή επιδερμίδα κράτησε το κολιέ ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη, λες και κρατούσε ψόφιο ποντίκι από την ουρά. «Ταιριάζει πιότερο σε χορεύτρια, για να το φοράει με το πέπλο της», είπε κάπως στραβά. Με μια επιδέξια συστροφή του καρπού της, πέταξε το περιδέραιο στη Εγκήνιν, λέγοντάς της σε αυστηρό τόνο: «Φόρεσέ το!» Η Εγκήνιν μόλις που πρόλαβε να το πιάσει πριν τη χτυπήσει στο πρόσωπο. Το χαμόγελο του Ματ έσβησε τελείως.
Περίμενε να εκδηλωθεί έκρηξη οργής, αλλά η Εγκήνιν άρχισε να ψαχουλεύει το κούμπωμα του περιδεραίου, τραβώντας τη βαριά περούκα της για να το πιάσει πίσω από τον λαιμό της. Η έκφραση του προσώπου της ήταν παγερή, σαν καλούπι φτιαγμένο από χιόνι.
«Γύρνα», τη διέταξε η Σελούσια. «Να σε δω».
Η Εγκήνιν στράφηκε, άκαμπτη σαν πάσσαλος.
Η Σετάλε την κοίταξε έντονα, κουνώντας κάπως απορημένα το κεφάλι της. Ύστερα κοίταξε τον Ματ και μ’ ένα ακόμη κούνημα του κεφαλιού της επέστρεψε στο κέντημά της. Στις γυναίκες, τα κουνήματα του κεφαλιού, όπως και το βλέμμα, μπορεί να σήμαιναν διαφορετικά πράγματα κάθε φορά. Το συγκεκριμένο κούνημα έλεγε πως τον θεωρούσε χαζοχαρούμενο γιατί αδυνατούσε να αντιληφθεί τις λεπτές, συναισθηματικές αποχρώσεις, κάτι που, ούτως ή άλλως, δεν θα του άρεσε. Που να πάρει και να σηκώσει, είχε αγοράσει ένα περιδέραιο για την Τουόν, η οποία, μπροστά στα μάτια του, το έδωσε στη Σελούσια, και τώρα ανήκε στην Εγκήνιν;
«Ήρθε με σκοπό ν’ αλλάξει το όνομά της», είπε συλλογισμένη η Τουόν. «Πώς τη λένε τώρα;»
«Λέιλγουιν», αποκρίθηκε η Σελούσια. «Ταιριαστό όνομα για χορεύτρια. Λέιλγουιν Σίπλες[1], ίσως;»
Η Τουόν ένευσε καταφατικά. «Λέιλγουιν Σίπλες, λοιπόν».
Η Εγκήνιν τινάχτηκε λες κι η κάθε λέξη ήταν σκαμπίλι στο μάγουλό της. «Μπορώ ν’ αποσυρθώ τώρα;» ρώτησε άκαμπτα και διπλώθηκε κάνοντας μια κοφτή υπόκλιση.
«Αν θες να φύγεις, φύγε», γρύλισε ο Ματ. Δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο που την είχε φέρει εξ αρχής, αλλά ίσως χωρίς την παρουσία της να κατάφερνε να συνέλθει λίγο.
Με το βλέμμα καρφωμένο στις σανίδες του δαπέδου, η Εγκήνιν γονάτισε βαθιά. «Μπορώ ν’ αποσυρθώ, παρακαλώ;»
Η Τουόν έμεινε στητή κι ακίνητη, ενώ η ματιά της έμοιαζε να περνάει μέσα από την ψηλότερη γυναίκα, αν κι ήταν προφανές ότι δεν την έβλεπε καν. Η Σελούσια κοίταξε την Εγκήνιν από πάνω έως κάτω σουφρώνοντας τα χείλη της. Η Σετάλε έσπρωξε τη βελόνα μέσα από το ύφασμα που ήταν τεντωμένο στο τελάρο. Καμία δεν κοιτούσε τον Ματ.
Η Εγκήνιν έγειρε μπροστά κι ο Ματ συγκρατήθηκε για να μη βλαστημήσει όταν η γυναίκα φίλησε το πάτωμα. «Σας παρακαλώ», είπε βραχνά, «σας ικετεύω να με αφήσετε να αποσυρθώ».
«Φύγε, Λέιλγουιν», είπε η Σελούσια ψυχρά, σαν βασίλισσα που απευθύνεται σε κλεφτοκοτά, «Μην ξαναδώ το πρόσωπό σου αν δεν το έχεις καλύψει με πέπλο χορεύτριας».
Η Εγκήνιν οπισθοχώρησε μπουσουλώντας, και βγήκε από την πόρτα τόσο γρήγορα, που κόντεψε να σωριαστεί. Ο Ματ είχε μείνει με το στόμα ανοικτό.
Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να ξαναβρεί το χαμόγελό του. Δεν είχε νόημα να παραμείνει, αλλά η αποχώρηση ενός άντρα έπρεπε πάντα να είναι ευγενική. «Λοιπόν, υποθέτω πως...»
Η Τουόν στριφογύρισε ξανά τα δάχτυλά της, εξακολουθώντας να μην τον κοιτάει, κι η Σελούσια τον διέκοψε. «Η Υψηλή Αρχόντισσα είναι κουρασμένη, Παιχνιδάκι. Έχεις την άδειά της να αποσυρθείς».
«Κοίτα, το όνομά μου είναι Ματ», της είπε. «Εύκολο να το θυμάσαι, και πολύ απλό. Ματ». Η Τουόν δεν διέφερε από πορσελάνινη κούκλα, παρά την αντίδρασή της.