Ο Λούθιεν χρειάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να μετρήσει μέχρι το πενήντα για να καταπιεί την προσβολή. Κούνησε το κεφάλι του και μετά γέλασε δυνατά, ξαναβρίσκοντας μια ευπρόσδεκτη αίσθηση ευφορίας. Τι σημασία είχε, σε τελική ανάλυση; Ο ίδιος ήξερε ποιος είναι και γιατί υποχώρησε, και μόνο αυτό μετρούσε πραγματικά.
Ο Ριβερντάνσερ πέρασε τη γέφυρα και μπήκαν πάλι στον δρόμο, που έκανε έναν κύκλο προς βορρά για να αποφύγει κάποιον απότομο λοφίσκο. Ο Λούθιεν έδιωξε γρήγορα το περιστατικό από τον νου του, αλλά λίγα λεπτά αργότερα, όταν κοίταξε πάλι προς το ποτάμι από ένα ψηλότερο σημείο, ξαναείδε πάλι την άμαξα του εμπόρου στον δρόμο που προχωρούσε παράλληλα προς το ποτάμι, στην απέναντι όχθη. Η άμαξα είχε σταματήσει ξανά, και αυτή τη φορά ο Κυκλωπιανός αμαξάς αντιμετώπιζε το πιο παράξενο άτομο που είχε δει ποτέ ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.
Ήταν προφανώς χάφλινγκ,[1] θέαμα κάπως σπάνιο τόσο βόρεια στο Εριαντόρ, καβάλα σε ένα μικρόσωμο, κίτρινο άλογο που έμοιαζε περισσότερο με γάιδαρο παρά με πόνι και είχε μια σχεδόν άτριχη ουρά η οποία στεκόταν ίσια πίσω του. Τα ρούχα του χάφλινγκ ήταν πιο παράξενα από το υποζύγιό του. Αν και έδειχναν λίγο φθαρμένα, για τον Λούθιεν ήταν το αποκορύφωμα της μόδας. Ένας μοβ βελούδινος μανδύας έπεφτε από τους ώμους του, κάτω από τα μακριά, σγουρά, καστανά μαλλιά του, μένοντας ανοιχτός μπροστά. Από κάτω φορούσε μπλε αμάνικο γιλέκο, λευκό πουκάμισο με φουσκωτά μανίκια δεμένα σφιχτά στους καρπούς και πράσινα γάντια. Ένα χρυσοκέντητο λουρί διακοσμημένο με χρυσά σιρίτια και φούντες από πάνω μέχρι κάτω διέσχιζε διαγώνια το στήθος του από δεξιά προς τα αριστερά και κατέληγε σε νέες φούντες, κουδουνάκια και σε μια θήκη για το όπλο του — ένα ξίφος με λεπτή λάμα που τώρα το κρατούσε έτοιμο στο δεξί του χέρι.
Το παντελόνι του όπως και ο μανδύας ήταν από γνήσιο βελούδο, και του έφτανε μέχρι τη μέση των κνημών, από όπου ξεκινούσαν πράσινες κολλητές κάλτσες με μετάξι στο πάνω μέρος, δεμένες με κορδέλες πίσω από τη γάμπα. Ένα τεράστιο καπέλο ολοκλήρωνε την εικόνα, με τον πλατύ του γύρο διπλωμένο προς τα πάνω από τη μια πλευρά και ένα μεγάλο πορτοκαλί φτερό να προεξέχει προς τα πίσω. Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του, είδε όμως ότι είχε καλοψαλιδισμένο μουστάκι και γενάκι.
Δεν είχε ξανακούσει ποτέ για χάφλινγκ με γένια, ούτε είχε φανταστεί ότι θα έβλεπε ποτέ χάφλινγκ να φορά τέτοια ρούχα ή να είναι καβάλα σε γάιδαρο ή πόνι ή ό,τι άλλο ήταν αυτό το πλάσμα, και να ληστεύει κάποιον έμπορο απειλώντας τον με ένα τέτοιο λεπτό ξίφος.
«Φύγε από τον δρόμο σού λέω, αλλιώς θα σε ποδοπατήσω!» γρύλισε ο σωματώδης Κυκλωπιανός αμαξάς.
Ο χάφλινγκ γέλασε μαζί του, πράγμα που έκανε και τον Λούθιεν να χαμογελάσει. «Δεν ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε έκπληκτος και ο Λούθιεν κατάλαβε από την έντονη, τραγουδιστή προφορά του ότι δεν ήταν από το Μπέντγουιντριν, ούτε καν από το Εριαντόρ. Ήταν παράξενη προφορά, με μια τάση να τονίζει τις λέξεις στην τελευταία συλλαβή.
«Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», δήλωσε ο χάφλινγκ, «ληστής στο επάγγελμα. Σας συνέλαβα νομίμως και έχετε νικηθεί αμαχητί. Θα σας χαρίσω τη ζωή, αλλά τα χρήματα και τα κοσμήματά σας είναι δικά μου!»
Είναι Γασκόνος, σκέφτηκε ο Λούθιεν, έχοντας ακούσει πολλά ανέκδοτα για τους κατοίκους της Γασκόνης, στα οποία οι αφηγητές μιμούνταν μια παρόμοια προφορά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανυπόμονα ο έμπορος βγάζοντας το χοντρό κεφάλι του από την άμαξα. «Τι συμβαίνει;» επανέλαβε με διαφορετικό τόνο όταν είδε τον Όλιβερ ντε Μπάροους, ληστή στο επάγγελμα.
«Μια μικρή ενόχληση, άρχοντά μου», απάντησε ο Κυκλωπιανός κοιτάζοντας με επικίνδυνο ύφος τον Όλιβερ. «Τίποτα παραπάνω».
«Φρόντισέ το, τότε!» φώναξε ο έμπορος.
Ο Κυκλωπιανός συνέχισε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του καθώς το κεφάλι του εμπόρου χανόταν πάλι μέσα στην άμαξα. Ξαφνικά γύρισε μπροστά βγάζοντας από κάπου ένα τεράστιο ξίφος και το κατέβασε με στόχο το κεφάλι του χάφλινγκ. Ο Λούθιεν τρόμαξε, σίγουρος ότι ο παράξενος Όλιβερ ντε Μπάροους θα πέθαινε, αλλά ο χάφλινγκ ύψωσε με μια αστραπιαία κίνηση το αριστερό του χέρι κρατώντας ένα στιλέτο με πλατιά λεπίδα και λαβή με στρογγυλό, προστατευτικό κάλυπτρο, ένα όπλο που ήταν γνωστό ως “μεν-γκος”.
Ο Όλιβερ έκανε μια κυκλική κίνηση με το μεν-γκος παγιδεύοντας το ξίφος του Κυκλωπιανού γερά με το κάλυπτρο. Συνέχισε την περιστροφή στρίβοντας το ξίφος και, με ένα ξαφνικό τίναγμα το πέταξε από το χέρι του μονόφθαλμου και το έστειλε να καρφωθεί στο χώμα, τρία-τέσσερα μέτρα μακριά. Ταυτόχρονα πρότεινε το ξίφος του έτσι ώστε η αιχμή του ακούμπησε στο δερμάτινο χιτώνιο του Κυκλωπιανού. Η λεπίδα λύγισε σε επικίνδυνο βαθμό, μόλις δύο-τρία εκατοστά κάτω από τον εκτεθειμένο λαιμό του μονόφθαλμου.
halfling: μέλος φυλής ανθρώπων με ανάστημα λίγο υψηλότερο από το μισό του κανονικού.