Выбрать главу

Δεν είχε ξανακούσει φωνή που να δείχνει τέτοιο μαρτύριο, τέτοια αγωνία! Ερχόταν από κάμπου μπροστά, από την άλλη μεριά της ράχης.

Ξαφνικά όμως, καθώς οι κραυγές σταμάτησαν, ο αγρότης σκέφτηκε ότι ο άνθρωπος που φώναζε θα ήταν πια νεκρός.

Μόνο τότε συνειδητοποίησε την ανοησία του. Προφανώς κάτι που κρυβόταν πίσω από εκείνο τον λόφο είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο. Γιατί να έχει καλύτερη μοίρα ο ίδιος, ένας αγρότης χωρίς πολεμική πείρα κι εκπαίδευση στο ξίφος; Άρχισε να οπισθοχωρεί αργά.

Και ξαφνικά σταμάτησε παράλυτος από φόβο.

Ένα πελώριο κεφάλι με κέρατα υψώθηκε πίσω από τον λόφο και συνέχισε να υψώνεται, τρία μέτρα, έξι μέτρα ψηλά. Δυο φωτεινά κιτρινοπράσινα μάτια ερπετού καρφώθηκαν πάνω του και ο αγρότης κατάλαβε ότι είχε φτάσει το τέλος του.

Η ανάσα του έβγαινε με αγκομαχητά. Ήθελε απελπισμένα να γυρίσει για να το βάλει στα πόδια, αλλά το μέγεθος και η δύναμη αυτού του θηρίου που βρισκόταν μπροστά του τον είχε παραλύσει. Ο δράκος ανέβηκε στην κορυφή του λόφου, με τα μεγάλα νύχια των ποδιών του να σκάβουν τη γη, με τα απλωμένα φτερά και τον τρομερό του όγκο, είκοσι πέντε μέτρα από τα κέρατα μέχρι την άκρη της μυτερής ουράς του, να κρύβουν τον μαύρο ουρανό.

«Είναι ωραία έτσι, Γκρινσπάροου», είπε ξαφνικά ο δράκοντας.

«Μη λες αυτό το όνομα!» είπε αμέσως μετά ο δράκος με την ίδια βροντερή φωνή αλλά τελείως διαφορετική χροιά.

«Γκρινσπάροου;» κατάφερε να ψιθυρίσει ο γεωργός, μπερδεμένος, άναυδος.

«Γκρινσπάροου!» επανέλαβε ο δράκοντας. «Δεν γνωρίζεις τον βασιλιά σου; Στα γόνατα!»

Η δύναμη της φωνής του και μόνο πέταξε τον τρεμάμενο γεωργό στο χώμα. Σηκώθηκε αμέσως στα γόνατα σκύβοντας το κεφάλι μπροστά σε αυτό το τρομερό πλάσμα.

«Βλέπεις;» είπε το μέρος του δράκου που ήταν ο Ντανσαλιγκνάτιους. «Με φοβούνται, με λατρεύουν!»

Ξαφνικά το πρόσωπο του κτήνους συσπάστηκε παράξενα. Η φωνή του Ντανσαλιγκνάτιους πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τα λόγια του διακόπηκαν από μια πελώρια σφαίρα φωτιάς που ξεπήδησε από το στόμα του δράκοντα.

Στη θέση όπου πριν μια στιγμή βρισκόταν ο γονατισμένος γεωργός, τώρα υπήρχε μόνο ένα απανθρακωμένο πτώμα.

Ο Ντανσαλιγκνάτιους στρίγγλισε μανιασμένα βλέποντας ότι δεν μπορεί να διασκεδάσει άλλο με τον γεωργό, αλλά ο Γκρινσπάροου του επιβλήθηκε ξανά, έτσι ώστε ο δράκος υψώθηκε πετώντας στον σκοτεινό ουρανό. Η ελευθερία της πτήσης και ο δροσερός αέρας πάνω στα νυχτεριδίσια φτερά του έφεραν τόση χαρά και αγαλλίαση στον δράκοντα, που έπαψε να διαμαρτύρεται.

Την επόμενη μέρα, κάμποσοι αγρότες μαζεύτηκαν στον λόφο κοιτάζοντας τα καμένα χόρτα και το μαυρισμένο πτώμα. Κάλεσαν τους Πραιτωριανούς, αλλά όπως συνήθως οι αδιάφοροι Κυκλωπιανοί δεν έκαναν τίποτα. «Θα αναφέρουμε το περιστατικό στο Καρλάιλ», είπαν μόνο και κάγχασαν κοιτάζοντας την οικογένεια του νεκρού χωρικού, που πενθούσε για τον χαμό του.

Αρκετοί από τους συγκεντρωμένους ισχυρίστηκαν ότι είχαν δει ένα μεγάλο πλάσμα με φτερά να πετά στον ουρανό την προηγούμενη νύχτα. Οι Κυκλωπιανοί τους είπαν ότι θα το ανέφεραν κι αυτό.

Ο Γκρινσπάροου, έχοντας ξαναπάρει τη λεπτή, σχεδόν θηλυπρεπή μορφή που οι υπήκοοί του γνώριζαν τόσο καλά, με τη σκοτεινή πλευρά του, αυτήν του Ντανσαλιγκνάτιους, να έχει εξευμενιστεί από τη νύχτα της ελευθερίας, απέδωσε τους ισχυρισμούς των χωρικών στην υπερβολικά ζωηρή φαντασία τους.

«Ακόμη και το ψάρεμα είναι καλύτερο τώρα!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Σάμους Μακ Κονρόι. Ήταν ο λοστρόμος του Σκίπερ, ενός αλιευτικού από το Τζάιμπι, το βόρειο λιμάνι του Μπέι Κόλθγουιν στην ανεμοδαρμένη βόρεια ακτή του Εριαντόρ. Το Σκίπερ ήταν από τα καλύτερα σκάφη του μεγάλου αλιευτικού στόλου του Μπέι Κόλθγουιν, φαρδύ, δέκα μέτρα μάκρος, με τετράγωνο πανί και πλήρωμα οχτώ ατόμων που ήσαν όλοι γκριζομάλληδες παλιοί θαλασσόλυκοι.

Ο γέρο-καπετάνιος, ο Άραν Τουμς, το προτιμούσε έτσι, αρνούμενος να εκπαιδεύσει νεότερο πλήρωμα για να τους αντικαταστήσει. «Δεν έχω χρόνο για κουτάβια», γκρίνιαζε ο στριμμένος καπετάνιος όταν κάποιος του έλεγε ότι το πλοίο του είναι καταδικασμένο —“θνητό σαν άνθρωπος”, όπως συνήθιζαν να λένε στην περιοχή. Ο Τουμς δεχόταν τα πειράγματα με ένα γρύλλισμα γεμάτο νόημα. Στο Μπέι Κόλθγουιν της θάλασσας Ντόρσαλ, όπου τριγύριζαν οι μεγάλες σαρκοβόρες φάλαινες σε τεράστια κοπάδια και ο καιρός αγρίευε χωρίς προειδοποίηση, οι ψαράδες άφηναν χήρες πίσω τους, ενώ ήταν περισσότερα τα “κουτάβια” που πνίγονταν απ’ όσα γίνονταν άνδρες. Έτσι το πλήρωμα του Σκίπερ ήταν τούτοι οι οχτώ ατρόμητοι εργένηδες, γεροί πότες και ψημένοι ναυτικοί όλοι τους, που αψηφούσαν την τρομερή θάλασσα Ντόρσαλ λες κι ο Θεός είχε βάλει τα κύματα στη δρόμο τους σαν προσωπική πρόκληση. Καθημερινά το Σκίπερ πήγαινε όλο πιο μακριά κι έτρεχε πιο γρήγορα απ’ όλα τα άλλα πλοία του αλιευτικού στόλου.