Выбрать главу

Έτσι κι εκείνη την καλοκαιρινή μέρα το πλοίο του Άραν Τουμς έσκιζε τα κύματα με τα πανιά φουσκωμένα. Ο καιρός άλλαζε αδιάκοπα, πότε είχε δυνατή λιακάδα πότε συννεφιά, εκείνη η παράξενη κατάσταση στην ανοιχτή θάλασσα όπου δεν επικρατεί ποτέ μια σταθερή θερμοκρασία, αλλά τα σκάφη πότε καίνε και πότε είναι παγωμένα. Νεότεροι, λιγότερο πεπειραμένοι ναυτικοί, σίγουρα θα ήταν τώρα κολλημένοι στην κουπαστή και θα αποχαιρετούσαν το πρωινό τους, αλλά το πλήρωμα του Σκίπερ ένιωθε πιο άνετα στη θάλασσα παρά στη στεριά, έτσι δεν είχε ενοχληθεί καθόλου από τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού.

Άλλωστε, οι ναυτικοί τώρα είχαν καλύτερη διάθεσή γιατί η χώρα τους, το αγαπημένο τους Εριαντόρ, ήταν πάλι ελεύθερο. Ένας επαναστατικός στρατός, που έφτασε μέχρι το Πρίνσταουν του Άβον, ανάγκασε τον Γκρινσπάροου να αφήσει το Εριαντόρ από τα νύχια του, έτσι η χώρα ανήκε τώρα πάλι στον λαό της. Ο γέρο-μάγος, ο Μπριντ’Αμούρ, γνήσιας εριαντοριανής καταγωγής, είχε στεφθεί βασιλιάς στο Κάερ Μακντόναλντ μόλις μπήκε το καλοκαίρι. Βέβαια η ζωή τώρα δεν θα άλλαζε πολύ για τους ψαράδες του Μπέι Κόλθγουιν, με εξαίρεση φυσικά το γεγονός ότι θα απαλλάσσονταν από τους Κυκλωπιανούς φοροεισπράκτορες. Η επιρροή του Γκρινσπάροου δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη στο τραχύ βορειοανατολικό Εριαντόρ, ενώ από τους κατοίκους των παραλίων ούτε ένας στους πενήντα δεν είχε ταξιδέψει ποτέ νοτιότερα από το Μένιχεν Ντι, στις βόρειες παρυφές της πεδιάδας του Έραντοχ.

Μόνο οι κάτοικοι του νότιου Εριαντόρ, στους πρόποδες της οροσειράς του Άιρον Κρος, είχαν αισθανθεί έντονα την τυραννία του Γκρινσπάροου, γι’ αυτό τώρα θα έβλεπαν σημαντικές διαφορές στην καθημερινή ζωή τους. Όμως, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν αυτό το θέμα. Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο! αυτή η κραυγή της ανεξαρτησίας αντηχούσε σε όλη τη χώρα, από το Άιρον Κρος και το Γκλεν Άλμπιν μέχρι τα πευκοδάση στα βορειοανατολικά, τις απόκρημνες φουρτουνιασμένες ακτές του Μπέι Κόλθγουιν και τα τρία βόρεια νησιά, το Μάρβις, το Κάριθ και το γιγάντιο Μπέντγουιντριν. Έτσι τώρα είχε απλωθεί παντού η ελπίδα, αυτό το τόσο απαραίτητο συστατικό της ευτυχίας, μια ελπίδα που έβρισκε την έκφρασή της στο πρόσωπο ενός βασιλιά που οι περισσότεροι Εριαντοριανοί βόρεια από το Πέρασμα του ΜακΝτόναλντ δεν θα τον έβλεπαν ποτέ και στο πρόσωπο ενός αναβιωμένου θρύλου, της Πορφυρής Σκιάς.

Όταν έφτασε στο Μπέι Κόλθγουιν το νέο της ελευθερίας, ο στόλος βγήκε στη θάλασσα με τους ψαράδες να τραγουδούν, να χορεύουν στα καταστρώματα σαν να περίμεναν ότι τώρα θα υπάρχουν πιο πολλά ψάρια στη θάλασσα, ότι οι σαρκοβόρες φάλαινες θα γυρίσουν και θα το σκάσουν αν δουν έστω κι ένα πλοίο με την παλιά σημαία του Εριαντόρ, ενώ οι θύελλες θα είναι πια λιγότερο άγριες —σαν να περίμεναν ότι η ίδια η φύση θα υποκλινόταν στον νέο βασιλιά του Εριαντόρ.

Είναι υπέροχο πράγμα η ελπίδα. Όλοι όσοι έβλεπαν το Σκίπερ τούτο το καλοκαίρι, και ακόμη πιο πολύ το πλήρωμά του, είχαν την αίσθηση ότι πηδά λίγο πιο ψηλά στα κύματα και σκίζει τα σκοτεινά νερά λίγο πιο γοργά.

Νωρίς εκείνο το πρωί ο Σάμους Μακ Κονρόι είδε την πρώτη φάλαινα, ένα μαύρο πτερύγιο που είχε μεγαλύτερο ύψος από έναν ψηλό άνδρα κι έσχιζε το νερό μόλις δεκαπέντε μέτρα δεξιά από την πλώρη. Οι οχτώ θαλασσόλυκοι, με τη συνηθισμένη τους αποκοτιά, άρχισαν να πετάνε μπουκάλια ουίσκι στη φάλαινα, να φωνάζουν βρισιές και βλαστήμιες, κι όταν το πτερύγιο χάθηκε κάτω από τα σκοτεινά νερά και η φάλαινα απομακρύνθηκε, ζητωκραύγασαν ενθουσιασμένοι μη δίνοντάς της πια σημασία. Ήταν όλοι τους πεπειραμένοι ναυτικοί, ο νεότερος ανάμεσά τους ήταν εδώ και τριάντα χρόνια στη θάλασσα, γι’ αυτό είχαν πάψει από πολύ καιρό να φοβούνται τις φάλαινες. Ήξεραν να διαβάζουν αυτά τα επικίνδυνα ζώα, ήξεραν πότε να τα πειράξουν και πότε να απομακρυνθούν, πότε να αδειάσουν ένα φορτίο ψάρια στη θάλασσα για αντιπερισπασμό και πότε, σαν τελευταία καταφυγή, να πιάσουν τα μακριά καμάκια με τους γάντζους.

Λίγο αργότερα, με τη στεριά να έχει χαθεί πίσω τους, ο Άραν Τουμς έστριψε το Σκίπερ νοτιοανατολικά, προς την είσοδο του πορθμού που χωρίζει το Εριαντόρ και τους Πέντε Φύλακες —μια σειρά από σκυθρωπά νησιά, περισσότερο πέτρα παρά χώμα. Είχε σκοπό να μείνει στη θάλασσα σχεδόν όλη τη βδομάδα διανύοντας εκατόν πενήντα μίλια τη μέρα. Η πορεία του θα τον έφερνε βόρεια του Κόλνσεϊ, του μεγαλύτερου και βορειότερου από τους Πέντε Φύλακες, για να επιστρέψει μετά πάλι στον κόλπο. Ο καπετάνιος ήξερε ότι τα νερά είναι πιο ψυχρά εκεί, όπως ακριβώς αρέσουν στους μπακαλιάρους και τα σκουμπριά. Ήταν κάτι που ήξεραν και οι άλλοι ψαράδες του Μπέι Κόλθγουιν, αλλά πολύ λίγοι είχαν την τόλμη του Σκίπερ ή τη σιγουριά και τη γνώση του καπετάνιου του.