Выбрать главу

—Μπρρρ, έκανε ο άγνωστος που είχε μια ολοφάνερα ξενική προφορά. Δε νοιώθω τα δάχτυλά μου απ’ το κρύο. Και τα πόδια μου…

Η Μόλλυ άκουσε το χτύπημα απ’ τα πόδια του άγνωστου στο πάτωμα.

—Περάστε από εδώ, είπε ο Τζάιλς ανοίγοντας την πόρτα της βιβλιοθήκης. Είναι ζεστά. Καλύτερα να περιμένετε εδώ, ώσπου να σας ετοιμάσω το δωμάτιο.

—Είμαι πραγματικά τυχερός, είπε ο ξένος ευγενικά.

Η Μόλλυ μετατοπίσθηκε και προσπάθησε να δει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα της σκάλας. Είδε έναν ηλικιωμένο άνδρα με μικρή μαύρη γενειάδα και μεφιστοφελικά φρύδια. Το βάδισμά του ήταν νεανικό και ζωηρό παρά τους γκρίζους του κροτάφους.

Ο Τζάιλς έκλεισε πίσω του την πόρτα της βιβλιοθήκης κι ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά.

Η Μόλλυ σηκώθηκε απ’ την κρυψώνα της.

—Ποιος είναι; ρώτησε.

Ο Τζάιλς έκανε μια γκριμάτσα.

—Κι άλλος νοικάρης, είπε χαρούμενος. Το αυτοκίνητό του ντεραπάρισε στη χιονοθύελλα. Ο ίδιος κατόρθωσε να βγει και προσπαθούσε να κρατήσει τον προσανατολισμό του – η χιονοθύελλα κρατάει ακόμα, άκουσέ την! – όταν είδε την ταμπέλα μας, είπε πως ήταν η απάντηση στις προσευχές του.

—Νομίζεις πως είναι… εντάξει;

—Αγάπη μου, αυτή δεν είναι νύχτα κατάλληλη για να βγει ένας λωποδύτης στο δρόμο.

—Είναι ξένος, έτσι δεν είναι;

—Ναι, το όνομά του είναι Παραβιτσίνι. Είδα το πορτοφόλι του – νομίζω μάλλον ότι μου το έδειξε επίτηδες – παραγεμισμένο με χαρτονομίσματα. Ποιο δωμάτιο λες να του δώσουμε;

—Το πράσινο. Είναι καθαρό και το έχω τακτοποιήσει εδώ και μέρες. Μόνο που πρέπει να του στρώσουμε το κρεβάτι.

—Θα πρέπει να του δανείσω και τίποτα πιτζάμες μου, παρατήρησε ο Τζάιλς. Όλα του τα πράγματα είναι στο αυτοκίνητο. Είπε πως αναγκάσθηκε να βγει απ’ το παράθυρο.

Η Μόλλυ έφερε αμέσως απ’ τη ντουλάπα σεντόνια, μαξιλαροθήκες και πετσέτες.

Όπως έστρωναν βιαστικά το κρεβάτι, ο Τζάιλς είπε:

—Άρχισε να το ρίχνει πιο πυκνά. Όπως πάνε τα πράγματα, Μόλλυ, νομίζω πως θα αποκλεισθούμε τελείως. Είναι συναρπαστικό πάντως από μια άποψη, τι λες;

—Δεν ξέρω, απάντησε η Μόλλυ, διατηρώντας τις αμφιβολίες της. Νομίζεις, Τζάιλς, ότι είμαι ικανή να φτιάξω μόνη μου ανεβατό ψωμί;

—Ούτε λόγος, είπε ο Τζάιλς με πεποίθηση. Εσύ μπορείς να φτιάξεις οτιδήποτε…

—Ναι, μα δεν επιχείρησα ποτέ κάτι τέτοιο. Βλέπεις, δε χρειάσθηκε ποτέ να δοκιμάσω, αν μπορώ να το πετύχω. Μπορεί να είναι φρέσκο ή μπαγιάτικο, άλλα πάντα το φτιάχνει ο φούρναρης. Κι αν αποκλειστούμε όπως λες, δεν θα υπάρχει φούρναρης.

—Ούτε χασάπης, ούτε ταχυδρόμος, ούτε εφημερίδες. Ούτε ίσως ακόμα και τηλέφωνο.

—Ώστε δεν θα μας μείνει παρά μόνο το ραδιόφωνο;

—Το ραδιόφωνο κι επιπλέον έχουμε και δικό μας ρεύμα.

—Αλήθεια, πρέπει να δοκιμάσεις αύριο τη γεννήτρια. Και πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα μην πάθει τίποτα η κεντρική θέρμανση, γιατί πάμε χαμένοι, θα ξυλιάσουμε.

—Σίγουρα θα μείνουμε και χωρίς κάρβουνα. Το αποθηκάκι μας είναι σχεδόν άδειο, έκανε ο Τζάιλς μοιρολατρικά.

—Πω πω, είπε η Μόλλυ. Διαισθάνομαι πως μας περιμένουν άσχημες μέρες. Έλα, πήγαινε τώρα και φέρε αυτόν τον Παρα… πώς τον λένε… Εγώ πάω στο κρεβάτι.

Οι προβλέψεις του Τζάιλς επαληθεύτηκαν το πρωί. Το χιόνι είχε ανέβει κάπου πέντε πόδια και συσσωρευόταν μπροστά στις πόρτες και τα παράθυρα. Εξακολουθούσε να χιονίζει ακόμα.

Ο κόσμος ήταν λευκός, σιωπηλός και έκρυβε κάποια ακαθόριστη απειλή.

Η κυρία Μπόυλ μπήκε στην τραπεζαρία και κάθισε στη θέση της για το πρόγευμα. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Στο διπλανό τραπέζι, όπου καθόταν ο ταγματάρχης Μέτκαλφ το σερβίτσιο είχε μαζευτεί, ενώ το τραπέζι του κυρίου Ρεν ήταν στρωμένο για το πρόγευμα. Αυτό μαρτυρούσε τις συνήθειές τους. Ο ταγματάρχης συνήθιζε να σηκώνεται πρωί, όπως αρμόζει άλλωστε σ’ έναν απόστρατο στρατιωτικό, ενώ ο κύριος Ρεν αργά, όπως επιβάλλεται σ’ έναν καλλιτέχνη κι αρχιτέκτονα. Η κυρία Μπόυλ όμως ήξερε, πως η μόνη κατάλληλη ώρα για το πρόγευμα, ήταν στις εννιά.

Είχε τελειώσει την πραγματικά υπέροχη ομελέτα που της σερβίρισε η Μόλλυ και τώρα κριτσάνιζε με τα γερά, άσπρα δόντια της μια φρυγανιά. Ήταν μουτρωμένη και αναποφάσιστη. Ήταν αλήθεια πως το Μόνκσγουελ Μάνορ, δεν ήταν καθόλου όπως το είχε φανταστεί. Έλπιζε πως θα μπορούσε να παίξει μπριτζ, πως θα συναντούσε μαραμένες γεροντοκόρες στις οποίες θα μπορούσε να κάνει εντύπωση με την κοινωνική της θέση και τις γνωριμίες της. Θα μπορούσε να μιλάει ώρες τονίζοντας τη σπουδαιότητα και τη μυστικότητα της υπηρεσίας της στον πόλεμο.

Με το τέλος του πολέμου, η κυρία Μπόυλ βρέθηκε ξαφνικά εγκαταλειμμένη σε κάποια έρημη ακτή. Ανέκαθεν ήταν μια δυναμική και πολυάσχολη γυναίκα, που μπορούσε να συζητήσει αδιάκοπα για αποτελεσματικότητα και οργάνωση. Το σφρίγος και η ενεργητικότητά της ανάγκαζαν τον κόσμο να μην έχει αμφιβολίες για τις οργανωτικές της ικανότητες. Οι πολεμικές «ενέργειες» – ή για να είμαστε ακριβέστεροι – οι «στρατιωτικές», της πήγαιναν κουτί. Στις καλές της μέρες είχε τρομοκρατήσει κόσμο και κοσμάκη με τις φωνές της κι αρκούσε μόνο μια ματιά της για να βάλει τον καθένα στη θέση του. Οι γυναίκες του «τομέα της», έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, στο παραμικρό της νεύμα. Και τώρα όλη αυτή η έντονη, η χαρισάμενη εποχή είχε τελειώσει. Ήταν και πάλι πολίτης, άλλα ξεκινούσε πάλι απ’ την αφετηρία, αφού όλη η πρωτύτερη ιδιωτική της ζωή είχε χαθεί. Το σπίτι της που είχε επιταχθεί, κατά τη διάρκεια του πολέμου, απ’ το στρατό, είχε πάθει σοβαρές ζημιές και χρειαζόταν τώρα ένα σωρό επισκευές και τροποποιήσεις. Για να μην αναφέρουμε κιόλας, που η έλλειψη υπηρεσίας, καθιστούσε την επιστροφή προβληματική, αν όχι αδύνατη. Οι φίλοι της είχαν σκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Χωρίς αμφιβολία, θα εύρισκε πάλι το βάθρο της, αλλά όχι τώρα αμέσως, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Επί του παρόντος, η μόνη επιβεβλημένη λύση ήταν ένα ξενοδοχείο ή μια πανσιόν. Και η κυρία Μπόυλ είχε διαλέξει το Μόνκσγουελ Μάνορ.