Выбрать главу

Αυτό, ήταν ιδέα της Μόλλυ. Όταν πέθανε η θεία Κατερίνα και οι δικηγόροι της έγραψαν για να την πληροφορήσουν πως της είχε αφήσει κληρονομιά το Μόνκσγουελ Μάνορ, η πρώτη τους σκέψη ήταν να το πουλήσουν.

Ο Τζάιλς είχε ρωτήσει τότε:

—Αλήθεια, πώς είναι;

Και η Μόλλυ είχε απαντήσει:

—Α, ένα ετοιμόρροπο παλιό σπίτι, γεμάτο παλιομοδίτικα βικτοριανά έπιπλα. Έχει έναν ωραίο κήπο, αλλά είναι παραμελημένος, γιατί απ’ τον καιρό του πολέμου, δεν είχε μείνει παρά μόνο ένας ηλικιωμένος κηπουρός να τον περιποιείται.

Έτσι αποφάσισαν να το βγάλουν στο σφυρί και να κρατήσουν μόνο ορισμένα έπιπλα για τον εαυτό τους, να επιπλώσουν ένα διαμέρισμα, ή ένα μικρό σπιτάκι.

Αμέσως όμως τους παρουσιάσθηκαν δυο μεγάλες δυσκολίες. Πρώτο, δεν ήταν εύκολο να βρουν το μικρό σπιτάκι που ήθελαν και δεύτερο, όλα τα έπιπλα στο Μόνκσγουελ Μάνορ ήταν πελώρια.

—Λοιπόν, τι να γίνει, είπε καρτερικά η Μόλλυ, τώρα θα πρέπει να τα πουλήσουμε όλα μαζί. Λέτε να βρούμε αγοραστές;

Ο δικηγόρος την καθησύχασε και τη βεβαίωσε πως τα πάντα ήταν δυνατά.

—Μπορεί να το αγοράσει κάποιος για να το κάνει ξενοδοχείο ή πανσιόν και σε μια τέτοια περίπτωση θα βολεύει μια χαρά να είναι μαζί με τα έπιπλα. Άλλωστε, το ίδιο το σπίτι βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Η μακαρίτισσα μις Έμορυ το είχε επιδιορθώσει και μάλιστα φρόντισε να το εκσυγχρονίσει, μόλις πριν τον πόλεμο κι έτσι έχει μόνο μικρή φθορά. Είναι σε πολύ καλή κατάσταση.

Τότε ήταν που της ήρθε η ιδέα της Μόλλυ.

—Τζάιλς, ρώτησε τον άντρα της, γιατί δεν το εκμεταλλευόμαστε εμείς οι ίδιοι σαν πανσιόν;

Στην αρχή ο Τζάιλς είχε στραβομουτσουνιάσει με την ιδέα, αλλά η Μόλλυ επέμενε.

—Δεν είναι ανάγκη από την αρχή να προσλάβουμε πολλούς ανθρώπους, είπε. Είναι βολικό σπίτι, έχει ζεστό και κρύο νερό σε κάθε κρεβατοκάμαρα, έχει κεντρική θέρμανση και γκάζι για μαγείρεμα. Και μπορούμε να φτιάξουμε ένα κοτέτσι με κότες και πάπιες κι έτσι να έχουμε τα αυγά μας κι ένα σωρό λαχανικά απ’ τον κήπο.

—Και ποιος θα κάνει όλες αυτές τις δουλειές, για να έχουμε καλό ρώτημα; έκανε ο Τζάιλς προκλητικά. Δε νομίζεις πως χρειάζονται υπηρέτες;

—Α, όχι, είπε η Μόλλυ. Νομίζω πως θα τα καταφέρουμε οι δυο μας. Αλλά οπουδήποτε κι αν ζούσαμε θα έπρεπε να δουλέψουμε. Μερικοί άνθρωποι παραπάνω δεν θα σήμαινε βέβαια πως θα έπρεπε να κάνουμε και περισσότερη δουλειά. Ίσως πάρουμε μια γυναίκα αφού τακτοποιηθούμε. Για σκέψου, αν είχαμε μόνο πέντε ανθρώπους, που ο καθένας θα πλήρωνε επτά λίρες τη βδομάδα…

Η Μόλλυ ξέφυγε στο βασίλειο μιας οπτιμιστικής αριθμητικής.

—…και σκέψου, Τζάιλς, αποτελείωσε τη σκέψη της, πως αυτό θα είναι το δικό μας σπίτι. Με τα δικά μας πράγματα. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, μου φαίνεται πως θα περάσουν χρόνια μέχρι να βρούμε το κατάλληλο σπίτι για να μείνουμε.

—Αυτό, παραδέχθηκε ο Τζάιλς, είναι αλήθεια.

Είχαν μείνει τόσο λίγο μαζί, απ’ τον καιρό του βιαστικού γάμου τους, έτσι που και οι δυο επιθυμούσαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα σπίτι.

Το μεγάλο πείραμα, λοιπόν, πήρε το δρόμο του. Αποφασίσθηκε αμετάκλητα και οι δυο έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Διαφημίσεις μπήκαν στις τοπικές εφημερίδες και στους Τάιμς του Λονδίνου και άρχισαν να καταφτάνουν καθημερινά γράμματα που ζητούσαν περισσότερες λεπτομέρειες και πληροφορίες.

Και τώρα, σήμερα, ο πρώτος απ’ τους «επισκέπτες» επρόκειτο να φτάσει. Ο Τζάιλς είχε φύγει από νωρίς με το αυτοκίνητο για να προσπαθήσει να βρει μια κουλούρα στρατιωτικό συρματόπλεγμα, που ήταν για πούλημα στην άλλη άκρη της κομητείας. Και η Μόλλυ αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το χωριό για να κάνει διάφορα ψώνια της τελευταίας στιγμής.

Το μόνο πράγμα που ήταν άσχημο, ήταν ο καιρός. Τις δυο τελευταίες μέρες έκανε τσουχτερό κρύο και τώρα το χιόνι άρχισε να πέφτει. Η Μόλλυ τάχυνε το βήμα της. Οι νιφάδες του χιονιού έμοιαζαν με πούπουλα καθώς έπεφταν πάνω στους ώμους και στα μαλλιά της κι άλλαζαν τη μορφή στο τοπίο, ολόγυρα. Οι προβλέψεις για τον καιρό και τα δελτία της μετεωρολογικής υπηρεσίας έλεγαν πως η κακοκαιρία είχε ενσκήψει στη χώρα και από ώρα σε ώρα θα έπρεπε να περιμένουν πτώση της θερμοκρασίας και χιονοπτώσεις.

Ανησυχούσε μόνο μήπως παγώσουν οι σωλήνες και έλπιζε πως δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα ήταν μεγάλη γρουσουζιά να χαλάσει κάτι, τώρα που μόλις άρχιζαν. Δεν έπρεπε τίποτα να πάει ανάποδα. Όλα θα έπρεπε να δουλέψουν σωστά, σα ρολόι.

Κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει η ώρα, για το τσάι τους. Άραγε, ο Τζάιλς θα είχε επιστρέψει; Και θα αναρωτιόταν που είχε πάει εκείνη;

—Έπρεπε να ξαναπάω στο χωριό για κάτι που είχα ξεχάσει, θα του έλεγε εκείνη.

Κι εκείνος τότε θα γελούσε και θα έλεγε: