Выбрать главу

—Όχι, όχι, μη φεύγετε!

Στράφηκε και την κοίταξε ερωτηματικά, μετά επέστρεψε κοντά σιγά-σιγά.

—Το πιστεύετε αυτό που λέτε; ρώτησε.

—Ποιο; είπε η Μόλλυ.

—Ότι πραγματικά δεν θέλετε να φύγω;

—Όχι, δε θέλω. Δε θέλω να μείνω μόνη. Φοβάμαι να μείνω μόνη!

Ο Κρίστοφερ κάθισε στο τραπέζι. Η Μόλλυ πήγε προς τον φούρνο, έσκυψε, τον άνοιξε, μετέφερε την πίτα πιο ψηλά, έκλεισε πάλι το πορτάκι και πήγε να σταθεί κοντά του.

—Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, είπε ο Κρίστοφερ, με αδιάφορη φωνή.

—Ποιο;

—Να, ότι δε φοβάστε να μείνετε μόνη μαζί μου. Δε με φοβάστε, έτσι δεν είναι;

Η Μόλλυ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

—Όχι, δε φοβάμαι, είπε.

—Και γιατί δεν με φοβάσαι, Μόλλυ;

—Δεν ξέρω. Απλώς δεν σε φοβάμαι.

—Είμαι το μόνο πρόσωπο εδώ μέσα που ταιριάζει στην περιγραφή του δολοφόνου, είπε ο Κρίστοφερ.

—Όχι, είπε η Μόλλυ. Υπάρχουν κι άλλες πιθανότητες. Έχω κουβεντιάσει με τον αρχιφύλακα γι’ αυτές.

—Και συμφωνεί μαζί σου;

—Πάντως δεν διαφωνεί, του απάντησε η Μόλλυ.

Σκόρπιες φράσεις στριφογύριζαν στο μυαλό της. Κυρίως η τελευταία που είχε πει ο αρχιφύλακας: «Ξέρω τι ακριβώς σκέφτεστε, κυρία Νταίηβις». Ήξερε, όμως; Ήταν δυνατόν να ξέρει; Κι ακόμα είχε πει πως ο δολοφόνος διασκέδαζε. Ήταν αλήθεια αυτό;

—Δεν πιστεύω να διασκεδάζεις μ’ όλη αυτή την κατάσταση, συνέχισε η Μόλλυ, παρόλο που κάτι τέτοιο είπες προηγουμένως.

—Για όνομα του θεού, διαμαρτυρήθηκε ο Κρίστοφερ. Πώς είναι δυνατόν;

—Ω, δεν το είπα εγώ. Ο αρχιφύλακας το είπε. Τον απεχθάνομαι αυτόν τον άνθρωπο! Σου βάζει ιδέες στο μυαλό, ιδέες που δεν είναι αληθινές που δε μπορεί να είναι αληθινές.

Σκέπασε τα μάτια με τα δυο της χέρια. Ο Κρίστοφερ της έπιασε τα χέρια και τα κατέβασε απαλά.

—Μόλλυ, πες μου τι συμβαίνει; ρώτησε.

Τον άφησε να τη φέρει και να την καθίσει σε μια καρέκλα. Η συμπεριφορά του δεν ήταν πια ούτε υστερική, ούτε παιδιάστικη.

—Έλα, Μόλλυ, πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά;

Η Μόλλυ τον κοίταξε μ’ ένα απλανές βλέμμα, σα να μη τον έβλεπε. Μετά τον ρώτησε.

—Αλήθεια, πόσες μέρες σε γνωρίζω, Κρίστοφερ; Δυο μέρες;

—Ακριβώς, συμφώνησε αυτός. Σκέφτεσαι – έτσι δεν είναι; – πως αν και είναι πολύ μικρό το διάστημα για να γνωριστούν δυο άνθρωποι, εμείς είμαστε σα να γνωριζόμαστε καλά.

—Ναι, είναι περίεργο, ε;

—Ω, δεν ξέρω. Υπάρχει μια συμπάθεια μεταξύ μας! Ίσως γιατί και οι δύο αντιμετωπίζουμε την ίδια κατάσταση.

Τα λόγια του δεν έμοιαζαν με ερώτηση, αλλά με διαπίστωση. Η Μόλλυ δεν έφερε αντίρρηση. Μίλησε λοιπόν στον ίδιο τόνο που της είχε μιλήσει κι εκείνος.

—Το αληθινό σου όνομα δεν είναι Κρίστοφερ Ρεν.

—Όχι, παραδέχτηκε αυτός.

—Τότε γιατί…

—…το διάλεξα; Γιατί μου φάνηκε αστείο και εκκεντρικό για ψευδώνυμο. Στο σχολείο μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Κρίστοφερ Ρόμπιν[1]. Έτσι μου κατέβηκε και το έκανα Ρεν. Ρόμπιν-Ρεν.

—Και ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;

Ο Κρίστοφερ χαμογέλασε βιασμένα.

—Δε νομίζω πως έχει καμιά σημασία, είπε. Δεν θα σημαίνει τίποτα για σένα. Και δεν είμαι ούτε αρχιτέκτων… Για την ακρίβεια είμαι ένας λιποτάκτης!

Για μια στιγμή τα μάτια της Μόλλυ γέμισαν πανικό.

Ο Κρίστοφερ το πρόσεξε.

—Ναι, όπως ο καταζητούμενος δολοφόνος, είπε. Στο είπα, η περιγραφή του ταιριάζει απόλυτα με μένα.

—Μη γίνεσαι κουτός, είπε η Μόλλυ. Στο είπα: δεν πιστεύω ότι είσαι εσύ ο δολοφόνος. Έλα πες μου για τον εαυτό σου. Τι σ’ έκανε να λιποτακτήσεις; Είχες ψυχολογικό πρόβλημα;

—Θέλεις να πεις αν φοβόμουν; Όχι δεν φοβόμουν, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ τον καθένα. Αντίθετα, είχα αποκτήσει τη φήμη πως μπορούσα να κρατώ την ψυχραιμία μου την ώρα της μάχης. Όχι, ήταν κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. Ήταν η μητέρα μου!

—Η μητέρα σου;

—Ναι, σκοτώθηκε σε κάποια αεροπορική επιδρομή. Θάφτηκε κάτω απ’ τα ερείπια. Όταν την έβγαλαν ήταν νεκρή. Το έμαθα δεν ξέρω τι ακριβώς έπαθα. Νομίζω ότι τρελάθηκα! Πίστεψα ότι συνέβη σε μένα προσωπικά. Ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να γυρίσω στο σπίτι αμέσως. Έπρεπε να ξεθάψω τον εαυτό μου, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Ήμουν μπερδεμένος…

Ακούμπησε το σαγόνι στα χέρια του και συνέχισε σε χαμηλότερο τόνο:

—Περιφερόμουν άσκοπα πολύ καιρό, ψάχνοντας για εκείνη, ή τον εαυτό μου, δεν ξέρω πια. Κι ύστερα, όταν το μυαλό μου καθάρισε, φοβόμουν να γυρίσω πίσω, ν’ αποκαλυφθώ… Και να τους εξηγούσα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να με καταλάβουν. Κι από τότε δεν είμαι εγώ… όχι, δεν είμαι εγώ… δεν είμαι παρά ένα τίποτα!

Την κοίταξε, με το νεανικό του πρόσωπο χαμένο στην απελπισία.

—Δεν πρέπει να αισθάνεσαι έτσι, είπε η Μόλλυ με τρυφερότητα. Μπορείς να ξαναρχίσεις τη ζωή σου.

вернуться

1

Αυτό το όνομα έχει το αγοράκι που πρωταγωνιστεί στις ιστορίες του Milne με ήρωα τη Γουίνι την αρκουδίτσα.