Έτσι, σιγά σιγά, έφταναν στο βάθος της τεράστιας αποθήκης, που βρισκόταν στα έγκατα της γης φτάνει να σκεφτεί κανείς πως είχαν σκάψει τη γη δεκαπέντε μέτρα κάτω από τα στρώματα του νερού, που απλωνόταν παντού σ' αυτό το τμήμα της πρωτεύουσας, και πως θα πρέπει να αφαίρεσαν όλο το νερό. Για να πάρετε μια ιδέα για την ποσότητα του νερού που αντλήθηκε θα πρέπει να φανταστείτε την επιφάνεια του Λούβρου και μιάμιση φορά το ύψος της Παναγίας των Παρισίων. Όλο το νερό συγκεντρώθηκε στη λίμνη.
Εκείνη τη στιγμή, ο Πέρσης άγγιξε έναν τοίχο και είπε:
«Αν δεν κάνω λάθος, αυτός εδώ είναι ένας τοίχος που μπορεί ν' ανήκει στην κατοικία της Λίμνης!»
Χτυπούσε κάποιον τοίχο της αποθήκης. Ίσως είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη να γνωρίζει πώς είναι κατασκευασμένοι οι τοίχοι και ο πάτος της αποθήκης.
Για ν' αποφύγουν να έρχονται τα νερά, που περιβάλλουν την κατασκευή, σε άμεση επαφή με τα τοιχώματα υποστήριξης του χώρου όπου φυλάσσονται τροχαλίες, διάφορα εργαλεία, η απαραίτητη ξυλεία, κλειδωνιές, βαμμένα σκηνικά και, γενικά, όλα σχεδόν τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία για τις παραστάσεις, τα οποία πρέπει να προστατεύονται από την υγρασία, ο αρχιτέκτονας πρόβλεψε παντού διπλή κάλυψη.
Γι' αυτήν την εργασία απαιτήθηκε ένας ολόκληρος χρόνος. Ο Πέρσης, τώρα μόλις, είχε χτυπήσει το πρώτο τοίχωμα της εσωτερικής κάλυψης. Για κάποιον που γνωρίζει την αρχιτεκτονική του μνημείου, η κίνηση του Πέρση έμοιαζε να εξυπονοεί πως η μυστηριώδης κατοικία του Ερίκ είχε κατασκευαστεί ακριβώς ανάμεσα στα τοιχώματα της διπλής αυτής κάλυψης, που αποτελείτο από έναν χοντρό τοίχο, ενισχυμένο με πασσάλους, μετά, από έναν τοίχο τούβλινο, μια τεράστια στρώση τσιμέντου κι ακόμη έναν τοίχο, αρκετών μέτρων πάχους.
Στο άκουσμα των λόγων του Πέρση, ο Ραούλ πήγε και κόλλησε πάνω στο τοίχωμα αδημονώντας ν' ακούσει κάτι.
… Όμως δεν άκουσε τίποτα… τίποτα εκτός από κάποια μακρινά βήματα που αντηχούσαν πάνω στο πάτωμα, στο πάνω μέρος του θεάτρου.
Ο Πέρσης έσβυσε το φανάρι του ξανά.
«Προσοχή!» είπε… «προσοχή στο χέρι σας! Και τώρα ησυχία! Θα προσπαθήσουμε να μπούμε στην κατοικία του».
Τον τράβηξε μέχρι τη μικρή σκάλα που μόλις πριν λίγο είχαν κατέβει.
…Ξανανέβηκαν, σταματώντας σε κάθε σκαλοπάτι για ν' αφουγκραστούν μέσ' στη σιωπή και το σκοτάδι…
Έτσι, βρέθηκαν στο τρίτο υπόγειο…
Τότε, ο Πέρσης έκανε νόημα στον Ραούλ να γονατίσει κι έτσι γονατισμένοι και στηριζόμενοι στο ένα τους χέρι — το άλλο ήταν πάντα σε θέση επιφυλακής — έφτασαν στο τοίχωμα που ήταν στο βάθος βάθος.
Πάνω σ' αυτό το τοίχωμα υπήρχε ένα τεράστιος καμβάς από το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης. …Και, δίπλα σ' αυτό το ντεκόρ, ένα τρίποδο…
Ανάμεσα σ' αυτό το σκηνικό κι αυτό το τρίποδο υπήρχε ίσα ίσα χώρος για ένα ανθρώπινο σώμα.
…Ένα σώμα, που μια μέρα βρήκαν κρεμασμένο… το σώμα του Ζοζέφ Μπικέ.
Ο Πέρσης, πάντα γονατισμένος, σταμάτησε. Αφουγκραζόταν.
Για μια στιγμή φάνηκε να διστάζει και κοίταξε τον Ραούλ' μετά, τα μάτια του στάφηκαν προς τα πάνω, προς το δεύτερο υπόγειο απ' όπου ερχόταν η αδύναμη ανταύγεια κάποιου φαναριού.
Προφανώς, το φως αυτό ενοχλούσε τον Πέρση.
Τέλος, κούνησε το κεφάλι και αποφάσισε.
Γλίστρησε ανάμεσα στο τρίποδο και το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης.
Ο Ραούλ ήταν όρθιος.
Το ελεύθερο χέρι του Πέρση ψηλάφιζε το τοίχωμα. Ο Ραούλ, για μια στιγμή, τον είδε να σπρώχνει το τοίχωμα όπως παλιότερα είχε σπρώξει τον τοίχο στο καμαρίνι της Κριστίν… Και μια πέτρα υποχώρησε…
Τώρα, στο τοίχωμα υπήρχε μια τρύπα…
Ο Πέρσης έβγαλε το πιστόλι απ' την τσέπη του κι έκανε νόημα στον Ραούλ να τον μιμηθεί. Όπλισε τη σκανδάλη.
Αποφασιστικά, πάντα στα γόνατα, μπήκε στην τρύπα που σχημάτισε η πέτρα υποχωρώντας.
Ο Ραούλ, που ήθελε να περάσει πρώτος, αναγκάστηκε ν' αρκεστεί στο να τον ακολουθήσει.
Η τρύπα ήταν πάρα πολύ στενή. Ο Πέρσης σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Ο Ραούλ τον άκουγε που ψηλάφιζε την πέτρα γύρω του. Μετά, έβγαλε ξανά το φανάρι του κι έσκυψε μπροστά, εξέτασε κάτι από κάτω του κι αμέσως έσβυσε το φανάρι. Ο Ραούλ τον άκουσε να του λέει:
«Θα χρειαστεί ν' αφεθούμε να κυλήσουμε μερικά μέτρα, χωρίς θόρυβο. Βγάλτε τα μποτίνια σας».
Ο Πέρσης ήδη έβγαλε τα δικά του. Έδωσε τα παπούτσια του στον Ραούλ.
«Αφήστε τα από την άλλη μεριά του τοίχου… Θα τα πάρουμε στην επιστροφή[9]».
Προχώρησε λίγο. Μετά — πάντα γονατισμένος — γύρισε εντελώς και βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον Ραούλ. Του είπε:
9
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πέρση, αυτά τα δυο ζευγάρια μποτίνια, που είχαν αφήσει, ήταν ακριβώς ανάμεσα στο τρίποδο και το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, στο σημείο που είχαν βρει κρεμασμένο, τον Ζοζέφ Μπικέ, και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ, θα πρέπει να τα πήρε είτε κάποιος τεχνικός ή κάποιος «θυρωρός των πορτών».