Του μίλησα αυστηρά.
«Είναι ένα κόλπο που παραλίγο να με σκοτώσει!» είπα… «και ίσως για άλλους να υπήρξε μοιραίο!»
Δεν μου απάντησε, αλλά σηκώθηκε και στάθηκε μπρος μου παίρνοντας αυτό το παιδιάστικο, απειλητικό ύφος που ήξερα τόσο καλά.
Δεν άφησα να με «ρίξει» και του είπα αυστηρά:
«Ξέρεις τι μου υποσχέθηκες, Ερίκ! Όχι πια άλλα εγκλήματα!»
«Μα, είσαι σίγουρος πως έχω διαπράξει εγκλήματα;»
«Δυστυχισμένε!…» φώναξα… «Ξέχασες λοιπόν τις Ρόδινες Ώρες του Μαζεντεράν;»
«Ναι», απάντησε θλιμμένα… «προτιμώ να τις ξεχάσω… ωστόσο δεν μπορείς ν' αρνηθείς πως κατάφερα να κάνω τη μικρή σουλτάνα να γελάσει».
«Όλ' αυτά», δήλωσα, «είναι πια περασμένα… Όμως υπάρχει το παρόν… και κάτι μου χρωστάς απ' αυτό το παρόν, γιατί αν το ήθελα δε θα υπήρχε για σένα!… Μην το ξεχνάς ποτέ, Ερίκ: σου έχω σώσει τη ζωή!»
Εκμεταλλεύτηκα την τροπή που πήρε η συζήτηση για να του μιλήσω για κάτι που εδώ και αρκετό καιρό στριφογύριζε στο μυαλό μου.
«Ερίκ», του είπα… «Ερίκ ορκίσου μου…»
«Τι να ορκιστώ;…» είπε… «ξέρεις πολύ καλά πως δεν κρατώ τους όρκους μου. Οι όρκοι είναι φτιαγμένοι για να παγιδεύονται οι ηλίθιοι».
«Πες μου… Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις αυτό, Ερίκ…»
«Τι;»
«Ο πολυέλαιος, Ερίκ; Ο πολυέλαιος;»
«Τι έγινε με τον πολυέλαιο;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω…»
«Α! χα!» γέλασε σαρκαστικά… «ο πολυέλαιος… Θα σου πω λοιπόν… Δεν έφταιγα εγώ για τον πολυέλαιο… Αυτός ο πολυέλαιος είχε κιόλας φθαρεί…»
Όταν γελούσε, ο Ερίκ γινόταν ακόμα πιο φρικιαστικός… Πήδηξε στη βάρκα, γελώντας τόσο αλλόκοτα που μ' έπιασε τρεμούλα.
«Ήταν φθαρμένος, αγαπητέ μου νταρόγκα[11], πολύ φθαρμένος… Ο πολυέλαιος έπεσε από μόνος του… Έκανε μπουμ! Και τώρα, νταρόγκα, μια συμβουλή. Πήγαινε να στεγνώσεις αν δε θες ν' αρπάξεις κανένα συνάχι!… και μην ξανανέβεις στη βάρκα μου… και, κυρίως, ποτέ, μα ποτέ, μην προσπαθήσεις να μπεις στο σπίτι μου… δεν είμαι πάντα εκεί, νταρόγκα, και πίστεψέ με θα με λυπούσε αφάντοιστα ν' αναγκαστώ να σου αφιερώσω τη νεκρώσιμη ακολουθία μου!»
Έτσι χαχανίζοντας, στεκόταν όρθιος στο πίσω μέρος της βάρκας και τραβούσε κουπί ισορροπώντας σαν αίλουρος. Έμοιαζε σαν μοιραίος βράχος, με τα χρυσαφένια του μάτια να λάμπουν. Μετά από λίγο, δεν έβλεπα άλλο από τα μάτια του, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς στη νύχτα της λίμνης.
Απ' αυτή τη μέρα και μετά παραιτήθηκα απ' την ιδέα να μπω στο σπίτι του από τη λίμνη! Ήταν φανερό πως αυτή η μεριά ήταν πολύ καλά φυλαγμένη, ιδιαίτερα από τότε που έμαθε πως τη γνώριζα. Ήμουν όμως σίγουρος πως θα 'πρεπε να υπάρχει και κάποιο άλλο πέρασμα, γιατί είχα δει, πάνω από μια φορά, τον Ερίκ να εξαφανίζεται από το τρίτο υπόγειο μπροστά στα μάτια μου. Από τότε που κατάλαβα πως ο Ερίκ μένει στην Όπερα, ζούσα μέσα σε διαρκή τρόμο για το τι θα μπορούσε να σκαρώσει με τη νοσηρή του φαντασία· ανησυχούσα όχι τόσο για τον εαυτό μου όσο για το τι θα μπορούσε να συμβεί σε άλλους[12]. Όποτε συνέβαινε κάποιο ατύχημα, κάποιο μοιραίο γεγονός, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ: «Ίσως να είναι δουλειά του Ερίκ!…» έτσι όπως οι άλλοι γύρω μου έλεγαν: «Είναι δουλειά του φαντάσματος!…» Πόσες φορές αλήθεια δεν άκουσα να προφέρουν αυτή τη φράση χαμογελώντας! Οι δύστυχοι! Αν ήξεραν πως το φάντασμα υπήρχε στ' αλήθεια με σάρκα και οστά και πως ήταν εξίσου τρομερό με τη σκιά που ανάφεραν, σίγουρα δε θα ήταν σε θέση να χαμογελάσουν!… Αν μόνο ήξεραν για το τι ήταν ικανός ο Ερίκ και κυρίως σ' έναν χώρο σαν αυτόν της Όπερας!… Αν ήξεραν τι περνούσε απ' το μυαλό μου!…
Ήταν σαν να 'χα σταματήσει να ζω!… Παρόλο που ο Ερίκ, μου δήλωσε με κάθε σοβαρότητα πως είχε αλλάξει και πως είχε γίνει ο καλύτερος των ανθρώπων από τότε που κάποιος τον αγάπησε έτσι όπως είναι, φράση που εξάλλου με προβλημάτισε ιδιαίτερα, δεν μπορούσα να μην τρέμω στη σκέψη του τέρατος. Η φριχτή, μοναδική, απωθητική του ασχήμια τον τοποθετούσε στο περιθώριο της ανθρωπότητας και μου φαίνεται πως αυτό ακριβώς τον έκανε να μη νιώθει καμιά απολύτως υποχρέωση απέναντι στην ανθρώπινη φυλή. Ο τρόπος που μου είχε μιλήσει για τον έρωτά του μεγάλωσε την ανησυχία μου, γιατί διέβλεπα πως αυτό το γεγονός, που μου είχε αναφέρει με τη γνωστή του υπερβολή και έπαρση, ήταν προάγγελος καινούργιων δραμάτων, φριχτότερων από τα προηγούμενα. Ήξερα μέχρι ποιο σημείο υπέρτατης καταστροφικής απελπισίας μπορούσε να φτάσει ο πόνος του Ερίκ κι αυτά που μου 'χε πει (που αμυδρά προανάγγειλαν την τρομερότερη καταστροφή) δεν έπαυαν να βασανίζουν τη σκέψη μου.
12
Εδώ, ο Πέρσης θα μπορούσε να παραδεχτεί πως η τύχη του Ερίκ τον ενδιέφερε και γι' αυτόν τον ίδιον, γιατί, ήξερε πολύ καλά πως αν η κυβέρνηση της Τεχεράνης μάθαινε ότι ο Ερίκ ήταν ακόμη ζωντανός, Θα καταλάβαινε πως αυτό έγινε χάρη στη βοήθεια του παλιού νταρόγκα. Από την άλλη, εξάλλου, είναι σωστό να προσθέσουμε, ότι ο Πέρσης είχε μια ευγενική και γενναιόδωρη ψυχή και διόλου δεν αμφιβάλλουμε πως τον απασχολούσε πραγματικά το τι καταστροφές θα μπορούσε να προκαλέσει ο Ερίκ στους άλλους. Εξάλλου, όλη του η συμπεριφορά σ' αυτήν την υπόθεση κάτι τέτοιο αποδείχνει.