Выбрать главу

Έτσι τουλάχιστον έλεγαν αυτές οι δεσποινίδες. Και φυσικά, το κεφάλι του ήταν μια νεκροκεφαλή.

Μα, ήταν σοβαρά όλ' αυτά; Η αλήθεια είναι πως η ιστορία με το σκελετό γεννήθηκε από την περιγραφή του φαντάσματος, που έκανε ο Ζοζέφ Μπικέ, ο επικεφαλής τεχνικός, που, αυτός, στ' αλήθεια το είχε δει. Αυτός και το μυστηριώδες πρόσωπο είχαν συναντηθεί στη μικρή σκάλα που βρίσκεται κοντά στη ράμπα και οδηγεί κατευθείαν στα υπόγεια. Ο Μπικέ πρόλαβε να το παρατηρήσει — λέω πρόλαβε γιατί το φάντασμα εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως — και η μορφή του έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του για πάντα…

Να τι είπε ο Ζοζέφ Μπικέ για το φάντασμα:

«Είναι τρομαχτικά αδύνατο· η μαύρη του φορεσιά πλέει πάνω σ' ένα σκελετό. Τα μάτια του είναι τόσο βαθιά που δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τις ακίνητες κόρες. Το μόνο που φαίνεται είναι δυο μαύρες τρύπες, όπως στα κρανία των νεκρών. Το δέρμα του, που είναι τεντωμένο πάνω στα κόκαλα, δεν είναι άσπρο αλλά κιτρινωπό. Η μύτη του είναι σχεδόν ανύπαρκτη' αν τον δεις προφίλ ούτε που φαίνεται. Η απουσία μύτης είναι ένα τρομερό θέαμα. Όλα κι όλα τα μαλλιά του, τρεις τέσσερις μακριές, καστανές τούφες πάνω στο μέτωπο και πίσω απ' τ' αφτιά».

Μάταια ο Ζοζέφ Μπικέ προσπάθησε ν' ακολουθήσει τούτη την αλλόκοτη παρουσία. Εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και δεν μπόρεσε να ξαναβρεί τα ίχνη του.

Αυτός ο τεχνικός ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός, ευπρεπής, εγκρατής και χωρίς μεγάλη φαντασία. Τα λόγια του ακούστηκαν με έκπληξη και ενδιαφέρον. Αμέσως μετά, βρέθηκαν κι άλλοι που υποστήριξαν πως είχαν δει μια μαύρη φορεσιά με μια νεκροκεφαλή.

Ο σοβαροί άνθρωποι που άκουσαν αυτήν την ιστορία, στην αρχή έλεγαν πως ο Ζοζέφ Μπικέ υπήρξε θύμα κάποιου κακόγουστου αστείου. Αργότερα, συνέβησαν τόσα πολλά περίεργα κι ανεξήγητα πράγματα, που και οι πιο δύσπιστοι άρχισαν ν' αλλάζουν γνώμη.

Να, για παράδειγμα: ένα πυροσβέστης δεν μπορεί παρά να είναι γενναίος! Ένας πυροσβέστης δε φοβάται τίποτα και κυρίως δε φοβάται τις φωτιές!

Κι όμως· ο περί ου ο λόγος πυροσβέστης[2] που είχε πάει για περιπολία στα υπόγεια της Όπερας και που απ' ό,τι φαίνεται απομακρύνθηκε περισσότερο απ' το συνηθισμένο, επανεμφανίστηκε κάτωχρος, τρομοκρατημένος, τρέμοντας ολόκληρος, με τα μάτια έξω απ' τις κόγχες και σωριάστηκε μισολιπόθυμος στην αγκαλιά της μητέρας της Τζέημς. Γιατί; Γιατί είχε δει να προχωρά προς το μέρος του, σε ανθρώπινο ύφος, αλλά δίχως σώμα, μια πύρινη κεφαλή! Κι επαναλαμβάνω, ένας πυροσβέστης δε φοβάται τη φωτιά.

Ο πυροσβέστης ονομαζόταν Παπέν.

Όλο το μπαλέτο έμεινε κατάπληκτο. Κατ' αρχήν, αυτή η πύρινη κεφαλή δεν ανταποκρινόταν καθόλου στην περιγραφή του φαντάσματος από τον Ζοζέφ Μπικέ. Έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις στον πυροσβέστη, μετά ξανά στον Μπικέ. Τελικά, οι δεσποινίδες του μπαλέτου κατάληξαν πως το φάντασμα είχε πολλά κεφάλια και κάθε φορά χρησιμοποιούσε όποιο ήθελε. Όπως ήταν επόμενο σκέφτηκαν πως διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο. Τη στιγμή που ένας ολόκληρος πυροσβέστης δε δίσταζε να λιποθυμήσει, ήταν φυσικό, κορυφαίες και απλές χορεύτριες να τρομάζουν και να το βάζουν στα πόδια όποτε περνούσαν από κάποιο σκοτεινό διάδρομο.

Η κατάσταση ήταν τέτοια που η Σορέλι, για να προστατέψει, στα μέτρα του δυνατού, αυτό το μνημείο από τις μαγείες, τριγυρισμένη απ' όλες τις χορεύτριες κι απ' όλο το τσούρμο των μικρών μαθητριών, είχε αφήσει — την επομένη της ιστορίας με τον πυροσβέστη — στο τραπέζι που βρίσκεται στο χολ του θυρωρείου, δίπλα στα γραφεία της διοίκησης, ένα πέταλο αλόγου που, όποιος έμπαινε στην Όπερα — εκτός από τους θεατές — έπρεπε ν' αγγίξει, πριν αρχίσει ν' ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα. Διαφορετικά, κινδύνευε να γίνει θύμα της δαιμονικής δύναμης που στοίχειωνε το κτίριο από τα υπόγεια ως τη σοφίτα!

Αυτό το πέταλο, όπως κι όλη την ιστορία, δυστυχώς, δεν το επινόησα και μπορεί κανείς να το δει ακόμη και σήμερα πάνω στο τραπέζι του χολ, μπρος στο θυρωρείο, κοντά τα γραφεία της διοίκησης.

Τώρα λοιπόν, μπορείτε να καταλάβετε την ψυχική διάθεση των δεσποινίδων του μπαλέτου, το βράδυ που μπήκαμε μαζί τους στο καμαρίνι της Σορέλι.

«Είναι το φάντασμα!» φώναξε η μικρή Τζέημς.

Η ανησυχία των κοριτσιών μεγάλωσε. Τώρα, μια σιωπή γεμάτη αγωνία βασίλευε στο καμαρίνι. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από λαχανιασμένες ανάσες. Τελικά, η Τζέημς, που τρομοκρατημένη είχε μαζευτεί σε μια γωνιά του τοίχου, μουρμούρισε:

«Ακούστε!»

Πραγματικά, σε όλους φάνηκε πως κάποιος ήταν πίσω απ' την πόρτα. Δεν ακούστηκε θόρυβος από βήματα. Θα 'λεγε κανείς πως ένα λεπτό ύφασμα γλιστρούσε πάνω στην πόρτα. Μετά, τίποτα. Η Σορέλι προσπάθησε να φανεί λιγότερο λιπόψυχη απ' τις συναδέλφους της. Προχώρησε προς την πόρτα και ρώτησε με μια ουδέτερη, άχρωμη φωνή:

вернуться

2

Υπάρχει η μαρτυρία του κ. Πέντρο Γκαϊλάρ, παλιού διευθυντή της Όπερας.