Ο Ραούλ σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν πρωτοφανές. Θυμήθηκε αυτό που είχε συμβεί στην πριγκίπισσα Μπελμόντε, που είχε χάσει τον άντρα της και που η απελπισία της μεταβλήθηκε σε κατάπληξη… Για ένα μήνα, η πριγκίπισσα δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να κλάψει. Αυτή η σωματική και ψυχική αδράνεια ολοένα και χειροτέρευε και η αποδυνάμωση της σκέψης οδηγούσε σιγά σιγά στην απάρνηση της ζωής. Κάθε βράδυ, πήγαιναν την άρρωστη περίπατο στον κήπο. Εκείνη όμως, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται. Ο Ραφ, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της Γερμανίας, που περνούσε τότε από τη Νάπολη, θέλησε να επισκεφτεί τους κήπους της πριγκίπισσας, γνωστούς σ' όλο τον κόσμο για την ομορφιά τους. Μια από τις κυρίες επί των τιμών της πριγκίπισσας παρακάλεσε το μεγάλο καλλιτέχνη να τραγουδήσει, χωρίς να φανεί, κοντά στο δασάκι όπου ήταν η πριγκίπισσα. Ο Ραφ συμφώνησε και τραγούδησε μιαν απλή μελωδία που η πριγκίπισσα είχε ακούσει να τραγουδά ο σύζυγός της στο μήνα του μέλιτος. Η μελωδία ήταν εκφραστική και συγκινητική. Η μελωδία, τα λόγια, η θαυμάσια φωνή του καλλιτέχνη, όλ' αυτά μαζί, άγγιξαν βαθιά την ψυχή της πριγκίπισσας. Δάκρυα κύλησαν απ' τα μάτια της… έκλαψε… Σώθηκε, πιστεύοντας πως, εκείνο το βράδυ, ο άντρας της είχε κατέβει από τον ουρανό για να της τραγουδήσει την παλιά μελωδία!
«Ναι… εκείνο το βράδυ!… Ένα βράδυ», σκεφτόταν ο Ραούλ, «ένα μοναδικό βράδυ… Όμως αυτή η ωραία φαντασίωση δεν μπορούσε να κρατήσει, στο βαθμό που η ίδια εμπειρία επαναλαμβανόταν…»
Η ιδανική, γλυκύτατη πριγκίπισσα του Μπελμόντε ανακάλυψε τελικά τον Ραφ πίσω από το δασάκι και συνέχισε να πηγαίνει να τον ακούει στο ίδιο μέρος, κάθε βράδυ, επί τρεις μήνες…
Ο Άγγελος της μουσικής έκανε επί τρεις μήνες μαθήματα στην Κριστίν… Α! ήταν ένας μεθοδικός δάσκαλος!… και τώρα την έβγαζε για βόλτα στο δάσος!…
Με τα αγκυλωμένα του δάχτυλα να γλιστρούν πάνω στο στήθος του, όπου χτυπούσε η ζηλιάρα καρδιά του, ο Ραούλ ξέσκιζε τις σάρκες του. Άπειρος καθώς ήταν, αναρωτιόταν με τρόμο σε τι είδους παιχνίδι τον καλούσε η δεσποινίς, δίνοντάς του αυτό το περίεργο ραντεβού στο χορό των μεταμφιεσμένων και μέχρι ποιο βαθμό ένα κορίτσι της Όπερας μπορούσε να κοροϊδεύει ένα νέο άντρα, άμαθο στα παθήματα του έρωτα… Τι δυστυχία!…
Η σκέψη του Ραούλ πήγαινε από το ένα άκρο στο άλλο. Δεν ήξερε πια αν έπρεπε να λυπάται την Κριστίν ή να την καταριέται κι έτσι, μια τη λυπόταν και μια την καταριόταν. Ωστόσο, προμηθεύτηκε ένα άσπρο ντόμινο. Ήταν αναπόφευκτο.
Επιτέλους· η ώρα του ραντεβού έφτασε. Κάλυψε το πρόσωπό του με μια μάσκα λύκου, στολισμένη γύρω γύρω με δαντέλα και φόρεσε τη μακριά, λευκή στολή του ντόμινο. Ο υποκόμης αισθανόταν αρκετά γελοίος μέσα σ' αυτό το κουστούμι των ρομαντικών χορών. Ένας άνθρωπος «κοσμικός» ποτέ δε θα πήγαινε στο χορό της Όπερας μεταμφιεσμένος. Χαμογέλασε. Μόνο μια σκέψη παρηγορούσε τον υποκόμη: πως κανείς δε θα τον αναγνώριζε! Εξάλλου, αυτή η στολή κι αυτή η μάσκα λύκου είχαν κι άλλα πλεονεκτήματα: Ο Ραούλ θα μπορούσε να κυκλοφορεί εκεί μέσα «σαν στο σπίτι του». Ολομόναχος, μέσα στη σύγχυση της ψυχής του και στη θλίψη της καρδιάς του. Δε χρειαζόταν να υποκριθεί, δε χρειαζόταν να νοιαστεί να κατασκευάσει μια μάσκα για να κρύψει το πρόσωπο του. Την είχε έτοιμη!
Αυτός ο χορός ήταν μια εξαιρετική γιορτή, που δινόταν πάντα αυτήν την εποχή προς τιμήν ενός μεγάλου ζωγράφου των λαϊκών διασκεδάσεων του παλιού καιρού, εφάμιλλου του Γκαβάρνι, που το μολύβι του έχει αποθανατίσει τους «πελάτες» και την εμφάνιση της Κουρτίγ[3]. Αυτός ο χορός, λοιπόν, έπρεπε να έχει ένα χαραχτήρα πολύ πιο διασκεδαστικό, πολύ πιο θορυβώδικο και πιο μποέμικο από τους άλλους χορούς μεταμφιεσμένων. Σ' αυτόν το χορό ήταν καλεσμένοι πολλοί καλλιτέχνες, διάφοροι ζωγράφοι με τα μοντέλα τους, που γύρω στα μεσάνυχτα άρχιζαν πραγματικά να ξεφαντώνουν.
Ο Ραούλ ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα στις δώδεκα παρά πέντε. Τίποτα δε στάθηκε ικανό να τον καθυστερήσει. Ούτε το θέαμα των πολύχρωμων κουστουμιών που παρατάσσονταν πάνω στα μαρμάρινα σκαλιά, μέσα σ' ένα από τα πολυτελέστερα ντεκόρ όλου του κόσμου, ούτε οι παιχνιδιάρικες μάσκες. Δεν απάντησε σε κανένα αστείο και αρνήθηκε τη γοητευτική οικειότητα πολλών ζευγαριών που είχαν ήδη έρθει στο κέφι. Αφού διάσχισε το μεγάλο φουαγιέ και κατάφερε να ξεφύγει από τη δίνη μιας φαραντόλας, που για λίγο κατάφερε να τον παρασύρει, μπήκε στο σαλόνι που του έλεγε το σημείωμα της Κριστίν. Εκεί, σ' αυτόν το μικρό χώρο υπήρχε φοβερός κόσμος. Αυτό ήταν το μέρος συνάντησης όλων εκείνων που μετά θα πήγαιναν να δειπνήσουν στη Ροτόντα ή όλων εκείνων που επιθυμούσαν ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο θόρυβος ήταν μεγάλος και χαρμόσυνος.