Выбрать главу

«Τι δυστυχία!» είπε… «Τι δυστυχία!»

«Μα, τι συνέβη; Τι;»

«Ο Ζοζέφ Μπικέ…»

«Τι έγινε με τον Ζοζέφ Μπικέ;…»

«Ο Ζοζέφ Μπικέ είναι νεκρός!»

Το καμαρίνι γέμισε με φωνές, επιφωνήματα διαμαρτυρίας κι έκπληξης, με φοβισμένα ερωτήματα…

«Ναι… μόλις τον βρήκαν κρεμασμένο στο τρίτο υπόγειο!… Όμως το φοβερότερο», συνέχισε με κομμένη την ανάσα η καημένη αξιότιμη κυρία, «το φοβερότερο είναι πως οι τεχνικοί που βρήκαν το πτώμα του, λένε πως άκουσαν εκεί, κοντά στο πτώμα, ένα θόρυβο που έμοιαζε με το τραγούδι των νεκρών!»

«Είναι το φάντασμα!…» είπε, σχεδόν χωρίς να το θέλει, η μικρή Ζιρί… Έπειτα, λες και συνήλθε ξαφνικά, σταμάτησε κι έβαλε τα χέρια στο στόμα της: «όχι!… όχι!… δεν είπα τίποτα!… δεν είπα τίποτα!…»

Γύρω της όλες της οι φίλες επαναλάμβαναν τρομοκρατημένες με χαμηλή φωνή:

«Σίγουρα! Είναι το φάντασμα!…»

Η Σορέλι ήταν χλομή.

«Ποτέ δε θα μπορούσα να το φανταστώ», είπε.

Η μαμά της Τζέημς, αδειάζοντας ένα ποτηράκι λικέρ που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, είπε κι αυτή τη γνώμη της: σ' αυτήν την ιστορία σίγουρα ήταν ανακατεμένο το φάντασμα…

Η αλήθεια είναι πως οι συνθήκες του θανάτου του Ζοζέφ Μπικέ δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ. Η ανάκριση, που ήταν στοιχειώδης, δεν έδωσε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Κατάληξε πως πρόκειται για αυτοκτονία. Στις Αναμνήσεις ενός διευθυντή, ο κύριος Μονσαρμέν, (που ήταν ο ένας από τους δυο διευθυντές που διαδέχτηκαν του κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ) αναφέρει το περιστατικό του απαγχονισμού ως εξής:

«Ένα δυσάρεστο γεγονός τάραξε τη μικρή γιορτή που οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ είχαν οργανώσει για να “γιορτάσουν” την αναχώρηση τους. Βρισκόμουν στα γραφεία της διεύθυνσης όταν, ξαφνικά, μπήκε μέσα ο κύριος Μερσιέ (ο διαχειριστής). Έκανε σαν τρελός. Μου 'πε πως μόλις είχαν ανακαλύψει κρεμασμένο στο τρίτο υπόγειο της σκηνής, ανάμεσα σ' ένα αγρόκτημα κι ένα σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, το πτώμα ενός τεχνικού. Είπα: Πάμε να τον ξεκρεμάσουμε. Μέχρι να κατέβω τα σκαλιά, το σκοινί του κρεμασμένου είχε εξαφανιστεί».

Να λοιπόν ένα συμβάν που ο κύριος Μονσαρμέν βρίσκει φυσιολογικό. Ένας άνθρωπος κρεμάστηκε μ' ένα σκοινί, πάνε να τον ξεκρεμάσουν και το σκοινί έχει εξαφανιστεί. Πάντως, ο κύριος Μονσαρμέν έδωσε μια πολύ απλή εξήγηση. Ακούστε την: Ήταν η ώρα του χορού και κορυφαίες και άλλες χορεύτριες βιάστηκαν να πάρουν τα μέτρα τους για το κακό μάτι. Τελεία και παύλα. Μπορείτε να φανταστείτε το μπαλέτο σύσσωμο να κατεβαίνει τις σκάλες, να παίρνει και να μοιράζετε το σκοινί του κρεμασμένου σε χρόνο μηδέν; Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Όταν εγώ, αντίθετα, σκέφτομαι το συγκεκριμένο μέρος όπου βρέθηκε το πτώμα — το τρίτο υπόγειο της σκηνής — μπορώ εύκολα να φανταστώ πως κάπου εκεί υπήρχε κάποιος που ήθελε να εξαφανίσει το σκοινί, αφού βέβαια πρώτα το χρησιμοποίησε. Θα δούμε αργότερα αν είχα δίκιο ή άδικο.

Τα περίεργα νέα δεν άργησαν να κάνουν το γύρο της Όπερας. Ο Ζοζέφ Μπικέ ήταν πολύ αγαπητός σε όλους. Τα καμαρίνια άδειασαν και οι μικρές χορεύτριες, μαζεμένες γύρω απ' τη Σορέλι, όπως τα φοβισμένα πρόβατα γύρω απ' το βοσκό τους, πήραν το δρόμο για το φουαγιέ, μέσα από μισοσκότεινους διαδρόμους και σκάλες, προχωρώντας όσο το δυνατόν γρηγορότερα με τις μικρές ρόδινες πατούσες τους.

2

Η ΝΕΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

ΑΠ' το κεφαλόσκαλο, η Σορέλι έτρεξε να προϋπαντήσει τον κόμη ντε Σανιύ που ανέβαινε. Ο κόμης, που συνήθως ήταν πολύ ήρεμος, έδειχνε αναστατωμένος.

«Ερχόμουν σε σας», είπε ο κόμης χαιρετώντας με ιδιαίτερη ευγένεια τη νέα γυναίκα. «Α! αγαπητή μου Σορέλι, τι ωραία βραδιά! Και η Κριστίν Ντααέ… τι θρίαμβος ήταν αυτός!»

«Μα δεν είναι δυνατόν!» διαμαρτυρήθηκε η Μεγκ Ζιρί. «Δεν πάνε πάνω από έξι μήνες που τραγουδούσε σαν ψάρι! Μα, αφήστε μας να περάσουμε, αγαπητέ μου κόμη», είπε η πιτσιρίκα κάνοντας προκλητικά μια υπόκλιση, «πάμε να μάθουμε τα νέα για κάποιον δυστυχισμένο που κρεμάστηκε».

Εκείνη την ώρα περνούσε από κει βιαστικός ο διευθυντής, που, ακούγοντας τα λόγια της μικρής, σταμάτησε απότομα.

«Πώς; Μάθατε κιόλας τα νέα δεσποινίς;» είπε μ' ένα αρκετά απότομο ύφος… «Λοιπόν, καλύτερα να μη μιλάτε γι' αυτό… και κυρίως προσέξτε μη μάθουν τίποτα οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ! Θα τους στενοχωρούσε πάρα πολύ, ιδιαίτερα σήμερα που είναι η τελευταία τους μέρα!»

Προχώρησαν όλοι προς το φουαγιέ του χορού που ήταν κιόλας γεμάτο κόσμο.

Ο κόμης ντε Σανιύ είχε δίκιο: Αυτό το γκαλά δεν είχε προηγούμενο. Όσοι προνομιούχοι παραβρέθηκαν, μιλάνε ακόμη και σήμερα με συγκίνηση στα παιδιά και στα εγγόνια τους για κείνη τη βραδιά. Σκεφτείτε πως οι Γκουνό, Ρεγιέρ, Σεντ Σαένς, Μασενέ, Γκιρό, Ντελιμπές, ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο πόντιουμ του διευθυντή ορχήστρας και διεύθυναν οι ίδιοι τα έργα τους. Ανάμεσα στους ερμηνευτές, ο Φορ και η Κράους. Ήταν η βραδιά που αποκάλυψε σ' ολόκληρο το έκθαμβο Παρίσι την Κριστίν Ντααέ, που γι' αυτήν θα σας μιλήσω σε τούτο το έργο μου, αποκαλύπτοντας τη μυστηριώδη μοίρα της.