Δεν αργούν να φτάσουν μπρος στην πόρτα των διευθυντών. Μάταια ο Μερσιέ φωνάζει και τους επιπλήττει, η πόρτα δεν ανοίγει.
«Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε!» διατάζει η καθαρή και λίγο ανήσυχη φωνή του κυρίου Μιφρουά.
Τελικά η πόρτα ανοίγει. Όλοι τρέχουν μέσ' στο γραφείο ακολουθώντας τον αστυνόμο.
Ο Ραούλ μπαίνει τελευταίος. Καθώς ετοιμάζεται ν' ακολουθήσει κι αυτός την ομάδα και να μπει στο γραφείο, ένα χέρι ακουμπά στον ώμο του κι ακούει αυτά τα λόγια:
«Τα μυστικά του Ερίκ δεν αφορούν κανέναν!»
Γυρνά πνίγοντας μια κραυγή. Το χέρι που μόλις είχε αγγίξει τον ώμο του, βρίσκεται τώρα στα χείλια κάποιου με χρώμα εβένου, μάτια νεφρίτη, που φορά ένα σκουφί από αστρακάν… Είναι ο Πέρσης!
Ο άγνωστος, παρατείνει αυτήν τη χειρονομία που συστήνει σιωπή και διακριτικότητα και όταν ο υποκόμης, κατάπληκτος πάει να τον ρωτήσει τους λόγους της μυστηριώδους του παρέμβασης, χαιρετά κι εξαφανίζεται.
17
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΝΤΑΜ ΖΙΡΙ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ
ΠΡΙΝ ακολουθήσουμε τον αστυνόμο, κύριο Μιφρουά, στα γραφεία των κυρίων διευθυντών, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να τον ενημερώσω για κάποια εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν μέσα σ' αυτό το γραφείο, όπου μάταια ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, και ο διαχειριστής Μερσιέ προσπάθησαν να μπουν και όπου οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν είχαν ερμητικά κλειστεί, για κάποιο λόγο που ο αναγνώστης, προς το παρόν, αγνοεί και που επομένως θεωρώ ιστορικό μου καθήκον — θέλω να πω καθήκον μου ως ιστορικού — να του γνωστοποιήσω.
Είχα και νωρίτερα την ευκαιρία να σας πω το πόσο η διάθεση των κυρίων διευθυντών είχε αλλάξει, προς το χειρότερο, τον τελευταίο καιρό και νομίζω πως άφησα να εννοηθεί ότι αυτή η αλλαγή δεν οφειλόταν μόνο στην πτώση του πολυελαίου.
Ας πληροφορήσουμε λοιπόν τον αναγνώστη — παρά την επιθυμία των κυρίων διευθυντών που θα προτιμούσαν ένα τέτοιο γεγονός να μη μαθευτεί ποτέ — πως το Φάντασμα είχε καταφέρει ήσυχα ήσυχα να πάρει τις πρώτες είκοσι χιλιάδες φράγκα! Α! πόσα κλάματα και πόσα τριξίματα δοντιών προκάλεσε αυτό το γεγονός! Πάντως, το πράγμα συνέβη πάρα πολύ απλά:
Ένα πρωί, οι κύριοι διευθυντές βρήκαν πάνω στο γραφείο τους ένα φάκελο. Αυτός ο φάκελος έγραφε: Για τον κύριο Φ. τ. Ο. (προσωπικό) και συνοδευόταν από ένα μικρό σημείωμα του ίδιου του φαντάσματος: «Έφτασε η στιγμή να εκτελεστεί η συμφωνία που αναγράφεται στο καταστατικό: Θα βάλετε είκοσι χιλιάδες φράγκα μέσα σ' αυτόν το φάκελο που θα σφραγίσετε με την προσωπική σας σφραγίδα και θα τον δώσετε στη μαντάμ Ζιρί, η οποία θα ασχοληθεί με τα περαιτέρω».
Οι κύριοι διευθυντές δεν περίμεναν να τους το πει δεύτερη φορά. Χωρίς να χάσουν καιρό, και χωρίς ν' αναρωτηθούν ξανά πάνω στο πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα περίεργα πράγματα μέσα σε τούτο το γραφείο που πάντα φρόντιζαν να κλειδώνουν, βρήκαν την ευκαιρία να βάλουν χέρι στο μυστηριώδη δάσκαλο του τραγουδιού. Αφού τα είπαν όλα στον Γκαμπριέλ και τον Μερσιέ, ξορκίζοντάς τους να μην πουν τίποτα, πουθενά, έβαλαν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα στο φάκελο και χωρίς να ζητήσουν εξηγήσεις, τον παράδωσαν στη μαντάμ Ζιρί, η οποία, εν τω μεταξύ, είχε επαναπροσληφθεί. Η ταξιθέτρια δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη. Δε χρειάζεται βέβαια να σας πω πως βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση! Η μαντάμ Ζιρί πήγε αμέσως στο θεωρείο του φαντάσματος και άφησε τον πολύτιμο φάκελο πάνω στο τραπεζάκι. Οι δυο διευθυντές, μαζί με τον Γκαμπριέλ και τον Μερσιέ, είχαν κρυφτεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να βλέπουν τι γίνεται με το φάκελο, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, ακόμη και μετά την παράσταση. Ωστόσο, ούτε ο φάκελος κουνήθηκε απ' τη θέση του και επομένως ούτε αυτοί που τον παρακολουθούσαν. Το θέατρο άδειασε και η μαντάμ Ζιρί έφυγε, ενώ οι διευθυντές, ο Γκαμπριέλ και ο Μερσιέ εξακολουθούσαν νάναι κει. Τελικά, πήγαν και άνοιξαν το φάκελο, αφού πρώτα βεβαιώθηκαν πως οι σφραγίδες δεν είχαν πειραχτεί.
Με μια πρώτη ματιά, οι Ρισάρ και Μονσαρμέν διαπίστωσαν πως οι είκοσι χιλιάδες βρισκόντουσαν πάντα μέσα στο φάκελο· μετά όμως από μια προσεχτικότερη ματιά, είδαν πως δεν ήταν πια τα ίδια. Τα είκοσι χιλιάδες φράγκα είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους υπήρχαν είκοσι χιλιάδες φράγκα της «Αγίας Φάρσας»! Η πρώτη τους αντίδραση ήταν η οργή, μετά ο τρόμος!
«Αυτό ξεπερνάει και τον Ρομπέρ Χουντέν[4]!» φώναξε ο Γκαμπριέλ.
«Ναι, και κοστίζει πολύ πιο ακριβά!» είπε ο Ρισάρ.
Ο Μονσαρμέν ήθελε να πάνε να φωνάξουν την αστυνομία. Ο Ρισάρ διαφώνησε. Είχε το σχέδιο του. Είπε: «Μη γινόμαστε γελοίοι! Όλο το Παρίσι θα γελούσε μαζί μας. Το Φ. τ. Ο. κέρδισε τον πρώτο γύρο, θα τα πούμε τη δεύτερη φορά». Προφανώς σκεφτόταν το δεύτερο μισθό.