«Ακίνητοι! Τελείως ακίνητοι!… Και, κυρίως, μη με ακολουθήσετε!… Είμαι εγώ! Ο εξολοθρεφτής των ποντικιών!… Αφήστε με να περάσω με τα ποντίκια μου!…»
Και απότομα η πύρινη κεφαλή, ενώ φώτιζε μπροστά της το διάδρομο, εξαφανίστηκε μέσα στα σκοτάδια. Απλό αποτέλεσμα του τρόπου μεταχείρισης του φαναριού από τον εξολοθρεφτή των ποντικιών, λοιπόν. Λίγο πριν, για να μην τρομάξει τα ποντίκια που βρίσκονταν μπροστά του, είχε στρέψει το φως του φαναριού προς το μέρος του, φωτίζοντας έτσι το κεφάλι του. Τώρα, για να μπορέσει να απομακρυνθεί γρηγορότερα φωτίζει το χώρο μπροστά του.,. Έτσι, απομακρύνεται παρασύροντας μαζί του όλα αυτά τα κύματα από ποντίκια που σκαρφαλώνουν, που στριγγλίζουν, που κάνουν χίλιους δυο ανατριχιαστικούς θορύβους.
Ο Πέρσης και ο Ραούλ, ελεύθεροι πια, τρέμοντας ακόμη, ανασαίνουν μ' ανακούφιση.
«Θα 'πρεπε να θυμηθώ. Ο Ερίκ μου είχε μιλήσει για τον εξολοθρεφτή των ποντικιών», είπε ο Πέρσης… «όμως δεν μου είχε πει πως έχει αυτήν την όψη… και είναι και περίεργο πώς δεν τον έχω συναντήσει ποτέ μέχρι τώρα[8]. Α! λίγο έλειψε να πιστέψω πως επρόκειτο ξανά για κάποιο κόλπο του τέρατος!…» αναστέναξε… «Όμως, όχι… Δεν έρχεται ποτέ απ' αυτή τη μεριά!»
«Βρισκόμαστε λοιπόν πολύ μακριά από τη λίμνη, έτσι δεν είναι; Μα, πότε επιτέλους, κύριε, θα φτάσουμε στη λίμνη;… Πάμε να φύγουμε! Πάμε στη λίμνη!… Πάμε γρήγορα στη λίμνη! Κι όταν φτάσουμε εκεί, θα φωνάξουμε, θα βροντήξουμε τους τοίχους, θα ουρλιάξουμε!… Η Κριστίν θα μας ακούσει!… Και αυτός θα μας ακούσει!… Και αφού τον γνωρίζετε θα μιλήσετε μαζί του!»
«Παιδί!» έκανε ο Πέρσης… «Αποκλείεται να μπούμε στην κατοικία της Λίμνης από τη λίμνη».
«Γιατί;»
«Γιατί ακριβώς εκεί είναι που το τέρας έχει προετοιμάσει την άμυνά του… Ακόμη και γω ο ίδιος, ποτέ δεν μπόρεσα να φτάσω στην άλλη όχθη!… στην όχθη όπου βρίσκεται το σπίτι!… Έπρεπε πρώτα να διασχίσω τη λίμνη και, πιστέψτε με, η λίμνη είναι καλά φυλαγμένη!… Φοβάμαι πως όλοι αυτοί που έχουν χαθεί στα υπόγεια της Όπερας, παλιοί τεχνικοί, παλιοί «θυρωροί πορτών» που δεν ξανάδαμε ποτέ, απλά, κάποια στιγμή αποπειράθηκαν να διασχίσουν τη λίμνη… Είναι τρομερό… Παρά λίγο να χαθώ και γω… Αν το τέρας δε με είχε αναγνωρίσει εγκαίρως… Σας δίνω μια συμβουλή, κύριε, μην πλησιάσετε ποτέ στη λίμνη… Και πάνω απ' όλα: βουλώστε τ' αφτιά σας αν τύχει κι ακούσετε τη φωνή της σειρήνας να τραγουδά το Φωνή κάτω από τη λίμνη».
«Μα τότε», είπε ο Ραούλ μέσα σ' ένα παραλήρημα ανυπομονησίας και οργής, «τότε τι κάνουμε εδώ;… Αν εσείς δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για την Κριστίν, αφήστε τουλάχιστον εμένα να προσπαθήσω για χάρη της».
Ο Πέρσης προσπάθησε να ηρεμήσει τον νέον άντρα.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να σώσουμε την Κριστίν… πιστέψτε με… δεν είναι άλλος από το να μπούμε σ' αυτό το σπίτι, σ' αυτό το μέρος, δίχως να μας αντιληφθεί το τέρας».
«Μπορούμε να ελπίζουμε κάτι τέτοιο, κύριε;»
«Ε… μα, αν δεν έλπιζα κάτι τέτοιο, δε θα είχα έρθει να σας βρω!»
«Και πώς μπορούμε να μπούμε στην κατοικία της Λίμνης δίχως να περάσουμε από τη λίμνη;»
«Περνώντας από το τρίτο υπόγειο, απ' όπου αναγκαστήκαμε να φύγουμε κακήν κακώς… και όπου θα πρέπει να επιστρέψουμε από αυτό το δρόμο… Πρέπει να σας το πω, κύριε», είπε ο Πέρσης με φωνή αλλαγμένη ξαφνικά… «θα σας πω ποιο ακριβώς είναι το μέρος που πρέπει να πάμε… Είναι ένα μέρος που βρίσκεται ανάμεσα σε ένα τρίποδο και ένα εγκαταλειμμένο σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, ακριβώς το μέρος που βρέθηκε νεκρός ο Ζοζέφ Μπικέ…»
«Α! Λέτε γι' αυτόν τον επικεφαλής των τεχνικών που βρήκαν κρεμασμένο;»
«Μάλιστα κύριε», πρόσθεσε μ' έναν εντελώς ιδιαίτερο ύφος ο Πέρσης, «μιλάω γι' αυτόν, γι' αυτήν την περίπτωση που δεν μπόρεσαν να βρουν το σχοινί με το οποίο κρεμάστηκε!… Λοιπόν… κουράγιο!… πάμε!… και τοποθετείστε ξανά το χέρι σας στη σωστή θέση, κύριε… Μα, πού βρισκόμαστε;»
Ο Πέρσης άναψε ξανά το φανάρι του. Κατεύθυνε τη φωτεινή δέσμη προς τους δυο διαδρόμους που διασταυρώνονταν στη δεξιά γωνιά και που οι άκρες τους χάνονταν στο άπειρο.
«Πρέπει να βρισκόμαστε», είπε, «στο μέρος που προορίζεται για την αποχέτευση. Δε βλέπω καμιά φωτιά απ' τα καλοριφέρ τριγύρω».
Προχώρησε μπροστά απ' τον Ραούλ, προσπαθώντας να βρει το δρόμο, σταματώντας απότομα κάθε φορά που φοβόταν την εμφάνιση κάποιου υδραυλικού. Μετά, αναγκάστηκαν να σταματήσουν για λίγο, εξαιτίας των αναλαμπών ενός είδους υπόγειου φούρνου, που εκείνη την ώρα έσβυνε. Ο Ραούλ αναγνώρισε τους δαίμονες που η Κριστίν του είχε πει πως είχε δει στη διάρκεια του πρώτου της ταξιδιού, την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας της.