Τότε, στις Συνόδους εκείνες, χρησιμοποιήθηκε η έκφρασις «κατ’ ουσίαν». Μετά βέβαια, που έγινε η διαφοροποίησις μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, χρησιμοποιήθηκε ο πιο σωστός όρος υπόστασις. Γι’ αυτό οι Πατέρες μιλάνε για καθ’ υπόστασιν ένωσι, ως και για κατά φύσιν ένωσι, ενώ το κατ’ ουσίαν ένωσις δεν χρησιμοποιείται πολύ. Μπορεί βέβαια κανείς να το χρησιμοποιήση, δεν είναι λάθος, διότι υπάρχει κατ’ ουσίαν ένωσις στον Χριστό, εφ’ όσον υπάρχει κατά φύσιν ένωσις στον Χριστό της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά όμως η ένωσις είναι κυρίως καθ’ υπόστασιν, εφ’ όσον μόνο ο Λόγος ενσαρκώθηκε.
Το βασικό επιχείρημα των αρχαίων Χριστιανών εναντίον των Αριστοτελικών, που έχομε ήδη αναφέρει, είχε τόση πολλή πέρασι (χρησιμοποιούμενο από τους αιρετικούς εναντίον των ειδωλολατρών), ώστε, παρ’ όλον ότι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε, επειδή χρησιμοποιούσε αυτήν την φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αυτή η φιλοσοφική διάκρισις ξεφυτρώνει πάλι σε νέες μορφές αιρέσεων. Έτσι διαπιστώνομε το γεγονός ότι τα φιλοσοφικά θεμέλια της διδασκαλίας του Παύλου Σαμοσατέως, του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η επιχειρηματολογία τους εναντίον των ειδωλολατρών ήταν τόσο πολύ δυνατή, ώστε ριζώθηκε πολύ βαθειά στην Χριστιανική παράδοσι. Επειδή έγινε αιτία πολλοί ειδωλολάτρες να γίνουν Χριστιανοί.
Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς για δύο πράγματα καταδικάσθηκε: α) Για το ότι δεν δέχθηκε υποστατικό Λόγο και β) Για το ότι δεν δέχθηκε πραγματική Ενσάρκωσι της ουσίας του Θεού, δηλαδή κατ’ ουσίαν ένωσι των δύο εν Χριστώ φύσεων. Αυτά είναι τα θεμέλια της αιρέσεως των Αρειανών.
Επειδή λοιπόν καταδικάσθηκε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, τα εγγόνια του, οι Αρειανοί έκαναν μία προσαρμογή, όπως είπαμε, ίσως για να μη χάσουν τις θέσεις τους και τα αντίστοιχα οφέλη από τις θέσεις αυτές που απελάμβαναν μέσα στην Εκκλησία. Τι κάνει όμως ο Άρειος για να μη καταδικασθή πέραν της προσαρμογής, που έκανε ο Λουκιανός και την οποία προαναφέραμε;
Προσθέτει υποστατικό Λόγο, αλλά διατηρεί παράλληλα και τον ανυπόστατο Λόγο. Οπότε στον Άρειο έχομε άκτιστο ανυπόστατο Λόγο, δηλαδή την άκτιστη ενέργεια του Θεού, που λέγεται Λόγος, χαρακτηριστικό της παλαιοτέρας διδασκαλίας η οποία διατηρείται, αλλά προστίθεται και ένας υποστατικός Λόγος, ο οποίος είναι κτίσμα και αυτός είναι που ενσαρκώνεται και ο οποίος, όμως έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον Θεό, δηλαδή κατ’ ανάγκην σχέσεις με τον Θεό, διότι εξαρτάται από τον Θεόν. Ο Θεός όμως δεν έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με αυτήν την υπόστασι του Λόγου, αλλά μόνον κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Οπότε ο Θεός είναι ελεύθερος έναντι του υποστατικού Λόγου. Ο υποστατικός Λόγος όμως αυτός έναντι του Θεού δεν είναι ελεύθερος. Είναι υποδεέστερος, είναι δούλος, γίνεται όργανο της δημιουργίας, είναι κτίσμα κλπ.
Αυτή η υπόστασις του Λόγου, αυτό το κτίσμα του Θεού είναι που ενσαρκώνεται κατά τον Άρειο. Και βέβαια ενσαρκώνεται κατ’ ανάγκην και όχι κατά βούλησιν και ενώνεται ο υποστατικός Λόγος αυτός κατ’ ουσίαν με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Αλλά για τον Άρειο η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν είναι ολόκληρη η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, διότι την θέσιν του νοός του Χριστού την καταλαμβάνει ο υποστατικός Λόγος. Οπότε ο άνθρωπος Χριστός έχει κτιστά νουν και διάνοια και ψυχή, αλλά ο κτιστός Του ανθρώπινος λόγος δεν είναι κανονικός λόγος που έχει ο κάθε άνθρωπος, αλλά την θέσι του κτιστού ανθρωπίνου λόγου στον Χριστό την καταλαμβάνει ο κτιστός υποστατικός Λόγος, ο κτιστός προ των αιώνων υποστατικός Λόγος[131].
Οπότε έτσι οι Αρειανοί ξεφεύγουν προσωρινά την καταδίκη του Παύλου του Σαμοσατέως, διότι φαινομενικά δέχονται τρεις υποστάσεις και δέχονται και κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν ένωσι στο Χριστολογικό δόγμα. Αλλά, για να το κάνουν αυτό, παρεμβάλλουν μεταξύ της υποστάσεως του Πατρός και του υποστατικού Λόγου μία ενέργεια που λέγεται άκτιστος Λόγος. Αυτή η ενέργεια είναι εκείνη που δημιουργεί τον υποστατικό Λόγο. Δηλαδή ο Θεός κτίζει τον υποστατικό Λόγο Του μέσω της ακτίστου ενεργείας Του, μέσω δηλαδή του ακτίστου Λόγου Του. Οπότε ο Θεός κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν κτίζει τον υποστατικό Λόγο. Δηλαδή μεσολαβεί μεταξύ της υποστάσεως του Πατρός και της υποστάσεως του Λόγου η ενέργεια του Θεού.
Έτσι ο Υιός του Θεού, ο κτιστός δηλαδή υποστατικός Λόγος είναι Υιός βουλήσεως ή Υιός ενεργείας. Αυτό είναι ένα βασικό δόγμα των Αρειανών. Ότι, δηλαδή, όπως όλος ο κτιστός κόσμος είναι αποτέλεσμα της ακτίστου ενεργείας του Θεού, έτσι και ο υποστατικός Λόγος είναι αποτέλεσμα και αυτός της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Οπότε η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών είναι ότι οι Ορθόδοξοι απορρίπτουν την ιδέα ότι ο Λόγος μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας ενέργειας του Πατρός, διότι ο Λόγος κατέχει όλες τις άκτιστες ενέργειες του Πατρός. Δεν υπάρχει για τους Ορθοδόξους καμμία ενέργεια του Πατρός, που να μην είναι ενέργεια του Λόγου. Οπότε και οι δύο κατέχουν κατά ταυτότητα τις ενέργειές Τους και δεν είναι ο ένας αποτέλεσμα της ενεργείας του άλλου. Για τους Αρειανούς όμως ο υποστατικός Λόγος είναι προϊόν της ενεργείας του Πατρός και αποτέλεσμά της.